εὐεπίτακτος: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐεπίτακτος]], -ον (Α)<br />[[υπάκουος]] σε διαταγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επί</i>-<i>τακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>επι</i>-[[τάσσω]])].
|mltxt=[[εὐεπίτακτος]], -ον (Α)<br />[[υπάκουος]] σε διαταγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επί</i>-<i>τακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>επι</i>-[[τάσσω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐεπίτακτος:''' -ον, αυτός που εύκολα τίθεται σε [[τάξη]], [[ευπειθής]], [[υπάκουος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπίτακτος Medium diacritics: εὐεπίτακτος Low diacritics: ευεπίτακτος Capitals: ΕΥΕΠΙΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: euepítaktos Transliteration B: euepitaktos Transliteration C: evepitaktos Beta Code: eu)epi/taktos

English (LSJ)

ον,

   A submissive, εἴς τι AP 11.73 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 1065] dem man leicht befehlen kann, gehorsam, Nicarch. 4 (XI, 73).

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπίτακτος: -ον, εὐχερῶς εἰς τάξιν τιθέμενος, εὐάγωγος, Ἀνθ. Π. 11. 73.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui obéit sans peine, docile.
Étymologie: εὖ, ἐπιτάσσω.

Greek Monolingual

εὐεπίτακτος, -ον (Α)
υπάκουος σε διαταγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-τακτος (< επι-τάσσω)].

Greek Monotonic

εὐεπίτακτος: -ον, αυτός που εύκολα τίθεται σε τάξη, ευπειθής, υπάκουος, σε Ανθ.