δυσέριστος: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσέριστος]], -ον (Α)<br />αυτός που προέρχεται από ολέθρια [[φιλονικία]] («τὸ δυσέριστον [[αἷμα]] φυσῶν [[Ἄρης]]», <b>Σοφ.</b>). | |mltxt=[[δυσέριστος]], -ον (Α)<br />αυτός που προέρχεται από ολέθρια [[φιλονικία]] («τὸ δυσέριστον [[αἷμα]] φυσῶν [[Ἄρης]]», <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσέριστος:''' -ον, αυτός που ρίχνεται, πέφτει σε άτυχη [[φιλονικία]], [[διαμάχη]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A pertaining to unholy strife, αἷμα S.El. 1385 (lyr.); σπουδή Cleanth.Stoic.1.122.
German (Pape)
[Seite 680] 1) αἷμα, Soph. El. 1377, des Unglücks-Streites Blut, Schol. τὸ δι' ἔριν γιγνόμενον κακόν; Döderlein bei Passow, wie ἄζηλος, was nicht zu beneiden; Andere, wie ἂμαχος, = unbezwinglich, – 2) = δύσερις, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέριστος: -ον, γενόμενος ἐν κακῇ ἔριδι, αἷμα Σοφ. Ἠλ. 1385.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui accompagne des querelles funestes;
2 difficile à vaincre (dans une dispute).
Étymologie: δυσ-, ἐρίζω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δυσήρ- Hsch.
1 perteneciente a una contienda impía, que acompaña a querellas funestas, αἷμα S.El.1385, σπουδή Cleanth.Fr.Poet.1.27.
2 de pers. pendenciero Hsch.l.c.
Greek Monolingual
δυσέριστος, -ον (Α)
αυτός που προέρχεται από ολέθρια φιλονικία («τὸ δυσέριστον αἷμα φυσῶν Ἄρης», Σοφ.).
Greek Monotonic
δυσέριστος: -ον, αυτός που ρίχνεται, πέφτει σε άτυχη φιλονικία, διαμάχη, σε Πλούτ.