τραπεζιτεύω: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[τραπεζίτης]]<br />[[ασχολούμαι]] με τραπεζικές εργασίες, [[είμαι]] [[τραπεζίτης]].
|mltxt=Α [[τραπεζίτης]]<br />[[ασχολούμαι]] με τραπεζικές εργασίες, [[είμαι]] [[τραπεζίτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰπεζῑτεύω:''' μέλ. <i>τραπεζιτεύσω</i>, [[ασχολούμαι]] με τραπεζικές εργασίες, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 19:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπεζῑτεύω Medium diacritics: τραπεζιτεύω Low diacritics: τραπεζιτεύω Capitals: ΤΡΑΠΕΖΙΤΕΥΩ
Transliteration A: trapeziteúō Transliteration B: trapeziteuō Transliteration C: trapeziteyo Beta Code: trapeziteu/w

English (LSJ)

   A to be engaged in banking, D.36.29, 45.32, BCH36.210 (Delos, ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1134] ein τραπεζίτης sein, Dem. 36, 29 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζῑτεύω: ἀσχολοῦμαι εἰς τραπεζιτικὰς ἐργασίας, Δημ. 935. 15, πρβλ. 1111. 10. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 131.

French (Bailly abrégé)

être changeur ou banquier.
Étymologie: τραπεζίτης.

Greek Monolingual

Α τραπεζίτης
ασχολούμαι με τραπεζικές εργασίες, είμαι τραπεζίτης.

Greek Monotonic

τρᾰπεζῑτεύω: μέλ. τραπεζιτεύσω, ασχολούμαι με τραπεζικές εργασίες, σε Δημ.