Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πάραυλος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[κοντά]], [[γειτονεύω]] («παραυλίζουσα [[πέτρα]] Μακραῑς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μένω]] [[κοντά]], [[κατοικώ]] [[πλησίον]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[διανυκτερεύω]] στην [[ίδια]] [[αυλή]], [[μένω]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[ιδίως]] ως [[φρουρός]] του («παραυλίζονται οί δορυφόροι τοῑς βασιλείοις», <b>Αθήν.</b>).
|mltxt=Α [[πάραυλος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[κοντά]], [[γειτονεύω]] («παραυλίζουσα [[πέτρα]] Μακραῑς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μένω]] [[κοντά]], [[κατοικώ]] [[πλησίον]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[διανυκτερεύω]] στην [[ίδια]] [[αυλή]], [[μένω]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[ιδίως]] ως [[φρουρός]] του («παραυλίζονται οί δορυφόροι τοῑς βασιλείοις», <b>Αθήν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραυλίζω:''' βρίσκομαι δίπλα σ' ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραυλίζω Medium diacritics: παραυλίζω Low diacritics: παραυλίζω Capitals: ΠΑΡΑΥΛΙΖΩ
Transliteration A: paraulízō Transliteration B: paraulizō Transliteration C: paravlizo Beta Code: parauli/zw

English (LSJ)

   A lie near, παραυλίζουσα πέτρα . . Μακραῖς E.Ion493 (lyr.) :—Med., π. οἱ δορυφόροι τοῖς βασιλείοις Ath.5.189e.

German (Pape)

[Seite 505] daneben hausen od. wohnen, im med. παραυλίζομαι, neben παρακοιμᾶσθαι, Ath. IV, 189 e. – Ueberh. daneben gelegen sein, πέτρα παραυλίζουσα, Eur. Ion 493.

Greek (Liddell-Scott)

παραυλίζω: κεῖμαι πλησίον, παραυλίζουσα πέτρα ... Μάκραις Εὐρ. Ἴων 493·- Μέσ., π. οἱ δορυφόροι τοῖς βασιλείοις Ἀθήν. 189Ε.

French (Bailly abrégé)

habiter auprès, être voisin;
Moy. παραυλίζομαι m. sign.
Étymologie: πάραυλος.

Greek Monolingual

Α πάραυλος (Ι)]
1. βρίσκομαι κοντά, γειτονεύω («παραυλίζουσα πέτρα Μακραῑς», Ευρ.)
2. μένω κοντά, κατοικώ πλησίον
3. μέσ. διανυκτερεύω στην ίδια αυλή, μένω κοντά σε κάποιον, ιδίως ως φρουρός του («παραυλίζονται οί δορυφόροι τοῑς βασιλείοις», Αθήν.).

Greek Monotonic

παραυλίζω: βρίσκομαι δίπλα σ' ένα μέρος, με δοτ., σε Ευρ.