προεπιβουλεύω: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[επιβουλεύω]], [[σχεδιάζω]] [[πρώτος]] [[κακό]] [[εναντίον]] κάποιου.
|mltxt=Α<br />[[επιβουλεύω]], [[σχεδιάζω]] [[πρώτος]] [[κακό]] [[εναντίον]] κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προεπιβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[επιβουλεύω]], συνομωτώ [[εναντίον]] κάποιου από [[πριν]], <i>τινί</i>, σε Θουκ. — Παθ., είμαι το [[αντικείμενο]] τέτοιων επιβουλεύσεων, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεπιβουλεύω Medium diacritics: προεπιβουλεύω Low diacritics: προεπιβουλεύω Capitals: ΠΡΟΕΠΙΒΟΥΛΕΥΩ
Transliteration A: proepibouleúō Transliteration B: proepibouleuō Transliteration C: proepivouleyo Beta Code: proepibouleu/w

English (LSJ)

   A plot against beforehand, τινι Th.1.33:—Pass., to be the object of such plots, Id.3.83, D.S.19.65(s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 721] vorher nachstellen, τινί, Thuc. 1, 33; pass., 3, 83.

Greek (Liddell-Scott)

προεπιβουλεύω: ἐπιβουλεύω πρότερον, τινὶ Θουκ. 1. 33. ― Παθ., ὁ αὐτ. 3. 83, Διόδ. 19. 65. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 15.

French (Bailly abrégé)

tendre auparavant des embûches à, τινι.
Étymologie: πρό, ἐπιβουλεύω.

Greek Monolingual

Α
επιβουλεύω, σχεδιάζω πρώτος κακό εναντίον κάποιου.

Greek Monotonic

προεπιβουλεύω: μέλ. -σω, επιβουλεύω, συνομωτώ εναντίον κάποιου από πριν, τινί, σε Θουκ. — Παθ., είμαι το αντικείμενο τέτοιων επιβουλεύσεων, στον ίδ.