θυννοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(17)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυννοσκόπος]], ὁ (Α)<br />αυτός που παρακολουθούσε από κάποιο ψηλό [[μέρος]] τη [[διέλευση]] τών κοπαδιών τών τον(ν)ων για να ειδοποιήσει τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύννος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>ορνιθο</i>-<i>σκόπος</i>].
|mltxt=[[θυννοσκόπος]], ὁ (Α)<br />αυτός που παρακολουθούσε από κάποιο ψηλό [[μέρος]] τη [[διέλευση]] τών κοπαδιών τών τον(ν)ων για να ειδοποιήσει τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύννος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>ορνιθο</i>-<i>σκόπος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θυννοσκόπος:''' ὁ, αυτός που παραφυλάει για τόνους, δηλ. [[κάποιος]] που κάθεται σε υπερυψωμένο [[μέρος]], από το οποίο μπορεί να δει τις αγέλες των τόνων να έρχονται, ώστε να κάνει [[σήμα]] στον ψαρά να απλώσει τα δίχτυα του την κατάλληλη [[στιγμή]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1226] dem Thunfische auflauernd, bei dessen Jagd man von Thürmen od. dazu erbauten Gerüsten die Züge der Thunfische beobachtete, Arist. H. A. 4, 10. So Poseidon, Hermes u. Herakles auf einem Vasengemälde, vgl. Zimmermanns Zeitschrift 1835 No. 35. 1839 No. 42.

Greek (Liddell-Scott)

θυννοσκόπος: -ον, παραμονεύων τοὺς θύννους. Ἀριστ. Ι. Ζ. 4. 10. 8, Πλούτ. 2. 980 Α, πρβλ. Θεόκρ. 3. 26. Τοῦτο ἦτο τακτικὴ ἐνασχόλησις, ἰδίως ἐν ταῖς Σικελικαῖς ἀκταῖς· ἄνθρωπος καθήμενος ἐπὶ ὑψηλῆς σκοπιᾶς παρετήρει τὰς ἀγέλας τῶν θύννων ἐρχομένας καὶ ἐποίει σημεῖον εἰς τοὺς ἁλιεῖς ὅπως ῥίψωσι τὰ δίκτυα καὶ περικλείσωσι τὴν ἀγέλην. Τοῦτ’ αὐτὸ ποιοῦσι καὶ νῦν ἐν Προποντίδι κατὰ τὴν ἁλιείαν τῶν πηλαμύδων καί ἄλλων ἀγελαστικῶν ἰχθύων.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
qui guette les thons.
Étymologie: θύννος, σκοπέω.

Greek Monolingual

θυννοσκόπος, ὁ (Α)
αυτός που παρακολουθούσε από κάποιο ψηλό μέρος τη διέλευση τών κοπαδιών τών τον(ν)ων για να ειδοποιήσει τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + -σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος, ορνιθο-σκόπος].

Greek Monotonic

θυννοσκόπος: ὁ, αυτός που παραφυλάει για τόνους, δηλ. κάποιος που κάθεται σε υπερυψωμένο μέρος, από το οποίο μπορεί να δει τις αγέλες των τόνων να έρχονται, ώστε να κάνει σήμα στον ψαρά να απλώσει τα δίχτυα του την κατάλληλη στιγμή, σε Θεόκρ.