πληθώρη: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> plénitude : [[πληθώρη]] ἀγορῆς HDT heure où l’agora est remplie de monde (<i>cf.</i> [[πλήθω]]);<br /><b>2</b> surabondance ; satiété.<br />'''Étymologie:''' [[πλήθω]]. | |btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> plénitude : [[πληθώρη]] ἀγορῆς HDT heure où l’agora est remplie de monde (<i>cf.</i> [[πλήθω]]);<br /><b>2</b> surabondance ; satiété.<br />'''Étymologie:''' [[πλήθω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πληθώρη:''' ἡ, Ιων. [[λέξη]],<br /><b class="num">I.</b> [[πληρότητα]], [[πληθώρη]] ἀγορῆς = ἀγορὰ πληθοῦσα, σε Ηρόδ.· βλ. ἀγοράν.<br /><b class="num">II.</b> [[κορεσμός]], [[χόρτασμα]], [[ικανοποίηση]], στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 632] ἡ, 1) Fülle, Anfüllung, ἀγορῆς = ἀγορὰ πλήθουσα, Her. 2, 173. 7, 223, die Zeit, wenn sich der Markt mit Menschen füllt. – 2) Sättigung, Befriedigung, εὐπρηξίης οὐκ ἔστι ἀνθρώποισι πληθώρη, Her. 7, 49, 2; S tob. – 3) bei den Aerzten, Ueberfülle an Säften, Vollblütigkeit.
Greek (Liddell-Scott)
πληθώρη: ἡ, Ἰων. λέξις, σημαίνουσα τὸ εἶναί τι πλῆρες, πληθώρη ἀγορῆς, = ἀγορὰ πλήθουσα, Ἡρόδ. 2. 173., 7. 223· ἴδε ἐν λ. ἀγορὰ IV. II. κόρος, χορτασμός, ὁ αὐτ. 7. 49, 2, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 389. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρ., πλησμονὴ αἵματος ἢ χυμῶν, Ἀλεξάνδ. Ἀφροδ. Προβλ. 2. 10, Γαλην. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ πλήθω, ὡς τὸ ἐλπωρὴ ἐκ τοῦ ἕλπω).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 plénitude : πληθώρη ἀγορῆς HDT heure où l’agora est remplie de monde (cf. πλήθω);
2 surabondance ; satiété.
Étymologie: πλήθω.
Greek Monotonic
πληθώρη: ἡ, Ιων. λέξη,
I. πληρότητα, πληθώρη ἀγορῆς = ἀγορὰ πληθοῦσα, σε Ηρόδ.· βλ. ἀγοράν.
II. κορεσμός, χόρτασμα, ικανοποίηση, στο ίδ.