ζῳοτόκος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui enfante des êtres vivants, vivipare.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[τίκτω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui enfante des êtres vivants, vivipare.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[τίκτω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζῳοτόκος:''' -ον ([[τίκτω]]), αυτός που γεννά τους απογόνους του ζωντανούς, αυτός που γεννά «μικρά», δηλ. [[ζωοτόκος]] αντίθ. προς το <i>ὠοτόκος</i>, αυτός που γεννά αυγά, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 1144] lebendige Innge gebärend, Arist. H. A. 1, 5 u. öfter; Theocr. 25, 125.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui enfante des êtres vivants, vivipare.
Étymologie: ζωός, τίκτω.
Greek Monotonic
ζῳοτόκος: -ον (τίκτω), αυτός που γεννά τους απογόνους του ζωντανούς, αυτός που γεννά «μικρά», δηλ. ζωοτόκος αντίθ. προς το ὠοτόκος, αυτός που γεννά αυγά, σε Θεόκρ.