ὁμιλητός: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />avec qui l’on peut lier commerce, sociable.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμιλέω]]. | |btext=ή, όν :<br />avec qui l’on peut lier commerce, sociable.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμιλέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμῑλητός:''' -ή, -όν ([[ὁμιλέω]]), αυτός τον οποίο μπορεί να συναναστραφεί [[κάποιος]], οὐχ [[ὁμιλητός]], [[απρόσιτος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A with whom one may converse or consort, οὐχ ὁ. θράσος A.Th.189. II τὸ ὁ. conversation, social intercourse, Herm.in Phdr.p.183A.
German (Pape)
[Seite 331] mit dem man umgehen, verkehren kann, οὐχ ὁμιλητός, dem man nicht nahen darf, wild, furchtbar, οὐχ ὁμιλητὸν θράσος, Aesch. Spt. 171.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμῑλητός: -ή, -όν, ὁ μεθ' οὗ τις δύναται νὰ ἔλθῃ εἰς ὁμιλίαν, νὰ συναναστραφῇ, οὐχ ὁμ. θράσος Αἰσχύλ. Θήβ. 189.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
avec qui l’on peut lier commerce, sociable.
Étymologie: ὁμιλέω.
Greek Monotonic
ὁμῑλητός: -ή, -όν (ὁμιλέω), αυτός τον οποίο μπορεί να συναναστραφεί κάποιος, οὐχ ὁμιλητός, απρόσιτος, σε Αισχύλ.