δίγονος: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δίγονος]],<br />ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Διόνυσο) αυτός που γεννήθηκε δύο φορές<br /><b>2.</b> [[διπλός]], [[δίδυμος]]<br /><b>3.</b> [[δίτοκος]]<br /><b>4.</b> (για ιμάντα, [[λουρί]]) ο [[διπλάσιος]] σε [[μήκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]. | |mltxt=[[δίγονος]],<br />ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Διόνυσο) αυτός που γεννήθηκε δύο φορές<br /><b>2.</b> [[διπλός]], [[δίδυμος]]<br /><b>3.</b> [[δίτοκος]]<br /><b>4.</b> (για ιμάντα, [[λουρί]]) ο [[διπλάσιος]] σε [[μήκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δίγονος:''' -ον (γί-γνομαι),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει γεννηθεί [[δύο]] φορές, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίδυμος]], [[διπλός]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A twice-born, Βάκχος E.Hipp.560 (lyr.), cf.AP9.524.5. 2 twin: double, μάσθλης δ. S.Fr.129 (nisi leg. δίτονον) ; δ. σώματα two bodies, E.El.1178 (lyr.); but, II parox., διγόνος, ον, bearing twice, Emp.69; bearing twins, Man.5.291. III δίγονος· περιστερά, Hsch.
German (Pape)
[Seite 615] zweimal geboren; Bacchus Anth. IX, 524; übh. = doppelt, beide, δίγονα σώματα Eur. El. 1179; – διγόνος, zweimal, doppelt erzeugend, gebärend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δίγονος: -ον, ὁ δὶς γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524. 2). δίδυμος, διπλοῦς, μάσθλης δ. Σοφ. Ἀποσπ. 137· δ. σώματα, δύο σώματα, Εὐρ. Ἠλ. 1178· ἀλλά, ΙΙ. ἐνεργ. = δίτοκος, ὁ γεννῶν δὶς ἢ δύο ὁμοῦ, δίδυμα. Ἡσύχ. Καὶ τὸ παθητ. καὶ τὸ ἐνεργ. τονίζονται ἐπὶ τῆς προπαραληγούσης.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né ou engendré deux fois (ép. de Bacchus) ; p. suite double.
Étymologie: δίς, γίγνομαι.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [gen. -οιο E.Hipp.560]
I 1nacido dos veces, Βάκχος E.l.c., cf. AP 9.524.
2 que puede alumbrar en dos momentos distintos, e.e., en el séptimo o en el noveno mes del embarazo γυναῖκες Emp.B 69.
3 que tiene hijos de dos mujeres de un bígamo, Man.5.291.
II doble μάσθλης S.Fr.129, δίγονα σώματ' dos cuerpos E.El.1179.
III δ.· περιστερά Hsch.
Greek Monolingual
δίγονος,
ον (Α)
1. (για τον Διόνυσο) αυτός που γεννήθηκε δύο φορές
2. διπλός, δίδυμος
3. δίτοκος
4. (για ιμάντα, λουρί) ο διπλάσιος σε μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι + -γονος < γίγνομαι.
Greek Monotonic
δίγονος: -ον (γί-γνομαι),
1. αυτός που έχει γεννηθεί δύο φορές, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.
2. δίδυμος, διπλός, σε Ευρ.