κορίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κορίζομαι]] (ΑM) [[κόρη]]<br />[[θωπεύω]], [[χαϊδεύω]], [[περιποιούμαι]], [[καλοπιάνω]], [[κολακεύω]] («τοῡτον τὸν υἱὸν λαμβάνουσ' ἐκορίζετο», <b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=[[κορίζομαι]] (ΑM) [[κόρη]]<br />[[θωπεύω]], [[χαϊδεύω]], [[περιποιούμαι]], [[καλοπιάνω]], [[κολακεύω]] («τοῡτον τὸν υἱὸν λαμβάνουσ' ἐκορίζετο», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κορίζομαι:''' ([[κόρη]]), αποθ., [[περιποιούμαι]], [[θωπεύω]], [[κολακεύω]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
(κόρη, κόριον A)
A fondle, caress, Ar.Nu.68; cf. ὑποκορίζομαι, κουρίζω (A).
Greek (Liddell-Scott)
κορίζομαι: (κόρη, κόριον) ἀποθ., περιποιοῦμαι, θωπεύω, κολακεύω καὶ ὑποκοριστικῶς καλῶ, «χαϊδεύω», Ἀριστοφ. Νεφ. 68· ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης εἶναι συχνότερον τὸ ὑποκορίζομαι· πρβλ. ὡσαύτως κουρίζω.
French (Bailly abrégé)
caresser comme fait une jeune fille, cajoler, câliner.
Étymologie: κόρη.
Greek Monolingual
κορίζομαι (ΑM) κόρη
θωπεύω, χαϊδεύω, περιποιούμαι, καλοπιάνω, κολακεύω («τοῡτον τὸν υἱὸν λαμβάνουσ' ἐκορίζετο», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
κορίζομαι: (κόρη), αποθ., περιποιούμαι, θωπεύω, κολακεύω, σε Αριστοφ.