μελανοκάρδιος: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελανοκάρδιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρη [[καρδιά]], [[σκληρός]], [[ωμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[καρδία]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλο</i>-<i>κάρδιος</i>)). | |mltxt=[[μελανοκάρδιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρη [[καρδιά]], [[σκληρός]], [[ωμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[καρδία]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλο</i>-<i>κάρδιος</i>)). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μελᾰνοκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]), αυτός που έχει μαύρη [[καρδιά]], [[σκληρόκαρδος]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A black-hearted, Στυγὸς πέτρα Ar.Ra.470.
German (Pape)
[Seite 119] schwarzes Herzens, grausam, schrecklich, Στυγὸς πέτρα, Ar. Ran. 471.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνοκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων καρδίαν μέλαιναν, ὠμός, σκληρός, Στυγὸς πέτρα Ἀριστοφ. Βάτρ. 470.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cœur noir, càd cruel, impitoyable.
Étymologie: μέλας, καρδία.
Greek Monolingual
μελανοκάρδιος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρη καρδιά, σκληρός, ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + καρδία (πρβλ. μεγαλο-κάρδιος)).
Greek Monotonic
μελᾰνοκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που έχει μαύρη καρδιά, σκληρόκαρδος, σε Αριστοφ.