θοινάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θοινάζω]] (Α) [[θοίνη]]<br />σπάν. τ. του [[θοινώ]]. | |mltxt=[[θοινάζω]] (Α) [[θοίνη]]<br />σπάν. τ. του [[θοινώ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θοινάζω:''' = [[θοινάω]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
rare form for θοινάω, X.Ages.8.7, Ael.Fr.267.
German (Pape)
[Seite 1213] = θοινάω, Xen. Ages. 8, 7 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θοινάζω: σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ θοινάω, Ξεν. Ἀγησ. 8, 7, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ, ἐν λέξει Μάρκος Ἀπίκιος.
French (Bailly abrégé)
c. θοινάω.
Greek Monolingual
θοινάζω (Α) θοίνη
σπάν. τ. του θοινώ.
Greek Monotonic
θοινάζω: = θοινάω, σε Ξεν.