ἱμεροθαλής: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱμεροθαλής]], -ές (Α)<br />αυτός που θάλλει [[γλυκά]] («ἱμεροθαλὲς ἔαρ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλος]], <i>το</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερο</i>-<i>θαλής</i>, <i>πολυ</i>-<i>θαλής</i>].
|mltxt=[[ἱμεροθαλής]], -ές (Α)<br />αυτός που θάλλει [[γλυκά]] («ἱμεροθαλὲς ἔαρ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλος]], <i>το</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερο</i>-<i>θαλής</i>, <i>πολυ</i>-<i>θαλής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱμεροθᾱλής:''' -ές ([[θάλλω]]), Δωρ. αντί <i>-θηλής</i>, αυτός που ανθίζει γλυκά, ἱμεροθαλὲς [[ἔαρ]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμεροθᾱλής Medium diacritics: ἱμεροθαλής Low diacritics: ιμεροθαλής Capitals: ΙΜΕΡΟΘΑΛΗΣ
Transliteration A: himerothalḗs Transliteration B: himerothalēs Transliteration C: imerothalis Beta Code: i(meroqalh/s

English (LSJ)

ές, (θάλλω) Dor. for -θηλής,

   A sweetly blooming, ἔαρ AP9.564 (Nicias): vulg. ἡμεροθ-.

German (Pape)

[Seite 1253] ές, lieblich blühend, ἔαρ Nic. ep. 7 (IX, 564).

Greek (Liddell-Scott)

ἱμεροθᾱλής: -ές, (θάλλω) Δωρ. ἀντὶ τοῦ -θηλής, ἡδέως θάλλων, ἀνθῶν, ἔαρ Ἀνθ. Π. 9. 564· συνήθ. ἡμεροθ-.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à la verdure riante.
Étymologie: ἵμερος, θάλλω.

Greek Monolingual

ἱμεροθαλής, -ές (Α)
αυτός που θάλλει γλυκά («ἱμεροθαλὲς ἔαρ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -θαλής (< θάλος, το), πρβλ. ετερο-θαλής, πολυ-θαλής].

Greek Monotonic

ἱμεροθᾱλής: -ές (θάλλω), Δωρ. αντί -θηλής, αυτός που ανθίζει γλυκά, ἱμεροθαλὲς ἔαρ, σε Ανθ.