νεκρικός: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νεκρικός]], -ή, -όν) [[νεκρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει αναφέρεται ή αρμόζει σε νεκρό ή στους νεκρούς, [[νεκρώσιμος]], [[επιθανάτιος]] (α. «νεκρική [[λαμπάδα]]» β. «[[νεκρικός]] [[θάλαμος]]» — ο [[θάλαμος]] στον οποίο τοποθετείται ο [[νεκρός]] [[πριν]] από την [[κηδεία]])<br /><b>2.</b> ο όμοιος με νεκρό ή αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού («δεν ήνοιξα [[ακόμα]]... το νεκρικόν μου [[στόμα]]», Βαλαωρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νεκρικά</i><br />η [[κληρονομιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Νεκρικοί Διάλογοι» — [[τίτλος]] διαλόγων του Λουκιανού, που γίνονται [[μεταξύ]] [[νεκρών]] και τών θεών του Άδη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεκρικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ νεκρικῶς, Μ και -ά) με τρόπο που αρμόζει σε νεκρό. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νεκρικός]], -ή, -όν) [[νεκρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει αναφέρεται ή αρμόζει σε νεκρό ή στους νεκρούς, [[νεκρώσιμος]], [[επιθανάτιος]] (α. «νεκρική [[λαμπάδα]]» β. «[[νεκρικός]] [[θάλαμος]]» — ο [[θάλαμος]] στον οποίο τοποθετείται ο [[νεκρός]] [[πριν]] από την [[κηδεία]])<br /><b>2.</b> ο όμοιος με νεκρό ή αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού («δεν ήνοιξα [[ακόμα]]... το νεκρικόν μου [[στόμα]]», Βαλαωρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νεκρικά</i><br />η [[κληρονομιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Νεκρικοί Διάλογοι» — [[τίτλος]] διαλόγων του Λουκιανού, που γίνονται [[μεταξύ]] [[νεκρών]] και τών θεών του Άδη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεκρικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ νεκρικῶς, Μ και -ά) με τρόπο που αρμόζει σε νεκρό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεκρικός:''' -ή, -όν ([[νεκρός]]), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για νεκρό, σε Λουκ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the dead, Luc.DDeor.24.1; νεκρικά, τά, inheritances, legacies, Vett. Val. 37.15, al. 2 deathlike, χείλη Luc.DMeretr.1.2. Adv. -κῶς Id.Peregr.33, Philops.32.
German (Pape)
[Seite 237] den Todten betreffend; νεκρικὰ διαπράττει, er besorgt die Todtengeschäfte, Luc. D. D. 24, 1; νεκρικῶς τὴν χροίαν ἔχων, Todtenfarbe, Peregr. 33.
Greek (Liddell-Scott)
νεκρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς νεκρούς, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1· ὅμοιος πρὸς νεκρόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἑταιρ. Διαλ. 1. 2. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Περεγρ. 33, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les morts.
Étymologie: νεκρός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νεκρικός, -ή, -όν) νεκρός
1. αυτός που ανήκει αναφέρεται ή αρμόζει σε νεκρό ή στους νεκρούς, νεκρώσιμος, επιθανάτιος (α. «νεκρική λαμπάδα» β. «νεκρικός θάλαμος» — ο θάλαμος στον οποίο τοποθετείται ο νεκρός πριν από την κηδεία)
2. ο όμοιος με νεκρό ή αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού («δεν ήνοιξα ακόμα... το νεκρικόν μου στόμα», Βαλαωρ.)
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νεκρικά
η κληρονομιά
2. φρ. «Νεκρικοί Διάλογοι» — τίτλος διαλόγων του Λουκιανού, που γίνονται μεταξύ νεκρών και τών θεών του Άδη.
επίρρ...
νεκρικώς και -ά (ΑΜ νεκρικῶς, Μ και -ά) με τρόπο που αρμόζει σε νεκρό.
Greek Monotonic
νεκρικός: -ή, -όν (νεκρός), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για νεκρό, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.