ὑποπόλιος: Difference between revisions

From LSJ
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει [[κάπως]] γκρίζα μαλλιά, που άρχισε να ασπρίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πολιός]] «[[γκρίζος]], [[φαιός]]»].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει [[κάπως]] γκρίζα μαλλιά, που άρχισε να ασπρίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πολιός]] «[[γκρίζος]], [[φαιός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποπόλιος:''' -ον, κάπως [[γκρίζος]], γκριζωπός, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:51, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπόλιος Medium diacritics: ὑποπόλιος Low diacritics: υποπόλιος Capitals: ΥΠΟΠΟΛΙΟΣ
Transliteration A: hypopólios Transliteration B: hypopolios Transliteration C: ypopolios Beta Code: u(popo/lios

English (LSJ)

ον,

   A somewhat grey, Anacr.25, Poll.2.12.

German (Pape)

[Seite 1229] etwas grau, bes. vom Haupthaare, Luc. Herc. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπόλιος: -ον, ὀλίγον τι πολιός, Λουκ. Προλαλιὰ ἢ Ἡρακλ. 8, Πολυδ. Β΄, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
grisonnant.
Étymologie: ὑπό, πολιός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γκρίζα μαλλιά, που άρχισε να ασπρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πολιός «γκρίζος, φαιός»].

Greek Monotonic

ὑποπόλιος: -ον, κάπως γκρίζος, γκριζωπός, σε Λουκ.