εὐεργέτις: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐεργέτις]])<br /><b>βλ.</b> [[ευεργέτης]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[εὐεργέτις]])<br /><b>βλ.</b> [[ευεργέτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐεργέτις:''' -ιδος, θηλ. του [[εὐεργέτης]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ιδος, (parox.) fem. of εὐεργέτης, E. Alc.1058: as Adj.,
A εὐ. ψυχή Pl.Lg.896e; ἀρετή Ph.2.164:—also εὐεργέτ-ισσα, ἡ, Demitsas Μακεδ. No.421 (Thessalonica, ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1065] ιδος, ἡ, fem. zu εὐεργέτης, die Wohlthäterinn, Eur. Alc. 1058; ψυχὴ εὐεργ. Plat. Legg. X, 896 e; Sp., wie D. Sic. 1, 2; Luc. salt. 41.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεργέτις: -ιδος, θηλ. τοῦ εὐεργέτης, Εὐρ. Ἄλκ. 1058, Πλάτ. Νόμ. 896Ε: - μεταγενέστ. εὐεργέτισ(σ)α, Memoire sur uno mission au mont Athos σ. 46.
French (Bailly abrégé)
ιδος
acc. ιν;
bienfaisante, bienfaitrice.
Étymologie: εὐεργέτης.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐεργέτις)
βλ. ευεργέτης.
Greek Monotonic
εὐεργέτις: -ιδος, θηλ. του εὐεργέτης, σε Ευρ.