ὑψίθρονος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για θεό) αυτός που έχει τον θρόνο του [[ψηλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[θρόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἀρχί</i>-<i>θρονος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />(για θεό) αυτός που έχει τον θρόνο του [[ψηλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[θρόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἀρχί</i>-<i>θρονος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίθρονος:''' -ον, υψηλόθρονος, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐθρονος Medium diacritics: ὑψίθρονος Low diacritics: υψίθρονος Capitals: ΥΨΙΘΡΟΝΟΣ
Transliteration A: hypsíthronos Transliteration B: hypsithronos Transliteration C: ypsithronos Beta Code: u(yi/qronos

English (LSJ)

ον,

   A high-throned, of gods, Pi.N.4.65, I.6 (5).16.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίθρονος: -ον, ὁ ἔχων τὸν θρόνον του ὑψηλά, ἐπὶ τῶν θεῶν, Πινδ. Ν. 4. 105, Ι. 6 (5). 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au siège ou au trône élevé.
Étymologie: ὕψι, θρόνος.

English (Slater)

ὑψίθρονος, -ον
   1 throned on high ὑψιθρόνων μίαν Νηρείδων (N. 4.65) ὑψίθρονον Κλωθὼ (I. 6.16)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για θεό) αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θρόνος (πρβλ. ἀρχί-θρονος)].

Greek Monotonic

ὑψίθρονος: -ον, υψηλόθρονος, σε Πίνδ.