ναοπόλος: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(26) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ναοπόλος]] και ιων. τ. [[νηοπόλος]], ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατοικεί στον ναό ή που ασχολείται με τον ναό («[[ναοπόλος]] [[μάντις]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ναοπόλος]]<br />[[φύλακας]], [[επιστάτης]] ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλαμη</i>-[[πόλος]], <i>ονειρο</i>-[[πόλος]]. | |mltxt=[[ναοπόλος]] και ιων. τ. [[νηοπόλος]], ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατοικεί στον ναό ή που ασχολείται με τον ναό («[[ναοπόλος]] [[μάντις]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ναοπόλος]]<br />[[φύλακας]], [[επιστάτης]] ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλαμη</i>-[[πόλος]], <i>ονειρο</i>-[[πόλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νᾱοπόλος:''' ὁ ([[πολέω]]), Ιων. νηοπ-, αυτός που επιβλέπει, που εποπτεύει ναό, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. νηοπ-, ον,
A dwelling or busied in a temple, μάντις Pi.Fr.51 Schroeder, cf. Man.4.427. II as Subst., overseer of a temple, Hes.Th.991.
German (Pape)
[Seite 228] ion. νηοπόλος, der sich im Tempel aufhält, darin beschäftigter Tempelaufseher; Hes. Th. 991; Alcaeus oder Pind. bei Strab. 9, 2, 34.
Greek (Liddell-Scott)
νᾱοπόλος: Ἰων. νηοπ-, ον, ὁ κατοικῶν ἢ ἀσχολούμενος ἐν τῷ ναῷ, μάντις Πινδ. Ἀποσπ. 70. 5. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπόπτης ναοῦ, Ἡσ. Θ. 991.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui réside dans un temple;
2 conservateur ou inspecteur d’un temple.
Étymologie: ναός, πολέω.
English (Slater)
νᾱοπόλος
1 minister of a temple ναοπόλον μάντιν δαπέδοισιν ὁμοκλέα (i. e. Teneros, son of Apollo: v. δάπεδον) fr. 51d.
Greek Monolingual
ναοπόλος και ιων. τ. νηοπόλος, ον (Α)
1. αυτός που κατοικεί στον ναό ή που ασχολείται με τον ναό («ναοπόλος μάντις», Πίνδ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ναοπόλος
φύλακας, επιστάτης ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + -πόλος (< πέλω / πέλομαι), πρβλ. θαλαμη-πόλος, ονειρο-πόλος.
Greek Monotonic
νᾱοπόλος: ὁ (πολέω), Ιων. νηοπ-, αυτός που επιβλέπει, που εποπτεύει ναό, σε Ησίοδ.