συνεξαίρω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐξαίρω]]<br />ξεσηκώνομαι [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ανυψωθεί [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ανυψώνω]] ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] [[ὥστε]] πλημμυρεῑν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] [[μαζί]] («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)<br />β) [[κάνω]] κάποιον να υπερηφανεύεται<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεξαίρομαι</i><br />εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως.
|mltxt=ΜΑ [[ἐξαίρω]]<br />ξεσηκώνομαι [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ανυψωθεί [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ανυψώνω]] ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] [[ὥστε]] πλημμυρεῑν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] [[μαζί]] («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)<br />β) [[κάνω]] κάποιον να υπερηφανεύεται<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεξαίρομαι</i><br />εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεξαίρω:''' [[βοηθώ]] στην ύψωση — Παθ., μτχ. αορ. αʹ, <i>συνεξαρθείς</i>, αυτός που υψώθηκε συγχρόνως, σε Πλούτ.· αυτός που εξαίρεται, επαινείται συγχρόνως, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξαίρω Medium diacritics: συνεξαίρω Low diacritics: συνεξαίρω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΙΡΩ
Transliteration A: synexaírō Transliteration B: synexairō Transliteration C: syneksairo Beta Code: sunecai/rw

English (LSJ)

   A assist in raising, τὴν θάλατταν Str.3.5.7; raise together, εἰς ὄγκον τοὺς μῦς Gal.6.296:—Pass., to be raised together, τῷ διαφράγματι ib.173; to be swollen at the same time, Id.18(2).268; συνεξαρθεὶς ὑπό τινων being lifted up by the joint effort of . ., Plu.Ant. 12.    2 metaph., σ. τὴν ἠχώ help in calling forth the echo, Philostr. Im.1.18; σ. θρῆνον Hld.7.15; σ. τὴν φιλοτιμίαν Plu.2.819f; help to excite, Luc.Dom.4; συνεξαρθεὶς τοῖς λόγοις excited with the rest by... D.S.17.72.    II intr., rise together, of the sea, Str.1.3.5; go out along with, τινι Id.16.2.35; of colonists, Plb.12.5.8.    III remove as well, in dissection, Gal.2.699.

German (Pape)

[Seite 1015] (s. αἴρω), mit, zugleich, zusammen herausheben, erheben, anregen, s. Jac. Philostr. imagg. p. 321. – Intr., mit aufbrechen u. herausgehen, συνεξᾶραι μετὰ τῆς ἀποικίας, Pol. 12, 5, 8; Luc. de domo 4; Strab. 10, 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξαίρω: ὁμοῦ ἐξαίρω, ὑψώνω κάμνω νὰ ὑψωθῇ, συνεξαίροντα μὲν ἐκείνην (δηλ. τὴν θάλασσαν) ὥστε πλημμυρεῖν Στράβ. 173· συνεξαρθεὶς ὑπό τινων, ὑψωθεὶς ἐν τῷ ἅμα, Πλουτ. Ἀντων. 12. 2) μεταφ., συνεξαίρω τὴν ἠχώ, συνεργῶ εἰς ἐξέγερεσιν τῆς ἠχοῦς, Φιλόστρ., ἴδε Ἰακώψιον σελ. 321, πρβλ. 219· σ. τὴν φιλοτιμίαν Πλούτ. 2. 819F· τοῦ βασιλέως συνεξαρθέντος τοῖς λόγοις, ἐξαρθεὶς συγχρόνως διὰ τῶν λόγων..., Διόδ. 17. 72· πρός τι Λουκ. π. Οἴκ. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑψοῦμαι ὁμοῦ, ἐπὶ τῶν ὑδάτων τῆς θαλάσσης, Στράβ. 51· ― ἐξέρχομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ ὁ αὐτ. 760· ἐπὶ ἀποικιῶν, Πολύβ. 12. 5, 8 (τὸ 3. 68, 8 νῦν μετεβλήθη).

French (Bailly abrégé)

1 élever ou soulever avec;
2 fig. exciter en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξαίρω.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐξαίρω
ξεσηκώνομαι μαζί με άλλον
αρχ.
1. κάνω κάτι να ανυψωθεί μαζί με κάτι άλλο, ανυψώνω ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] ὥστε πλημμυρεῑν», Στράβ.)
2. μτφ. α) προκαλώ, δημιουργώ μαζί («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)
β) κάνω κάποιον να υπερηφανεύεται
3. παθ. συνεξαίρομαι
εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐξαίρω
ξεσηκώνομαι μαζί με άλλον
αρχ.
1. κάνω κάτι να ανυψωθεί μαζί με κάτι άλλο, ανυψώνω ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] ὥστε πλημμυρεῑν», Στράβ.)
2. μτφ. α) προκαλώ, δημιουργώ μαζί («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)
β) κάνω κάποιον να υπερηφανεύεται
3. παθ. συνεξαίρομαι
εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως.

Greek Monotonic

συνεξαίρω: βοηθώ στην ύψωση — Παθ., μτχ. αορ. αʹ, συνεξαρθείς, αυτός που υψώθηκε συγχρόνως, σε Πλούτ.· αυτός που εξαίρεται, επαινείται συγχρόνως, σε Λουκ.