ὀπισθοδάκτυλος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀπισθοδάκτυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τα δάχτυλα λυγισμένα και στραμμένα [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]]. | |mltxt=[[ὀπισθοδάκτυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τα δάχτυλα λυγισμένα και στραμμένα [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀπισθοδάκτῠλος:''' -ον, αυτός που έχει τα δάχτυλα των χεριών του λυγισμένα προς τα [[πίσω]], σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with fingers bent backwards, Str.2.1.9.
German (Pape)
[Seite 358] mit zurückgebogenen Fingern, Strab. 2, 1, 9, als fabelhaftes Volk.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς δακτύλους κεκαμμένους πρὸς τὰ ὀπίσω, Στράβ. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux doigts recourbés en arrière.
Étymologie: ὄπισθε, δάκτυλος.
Greek Monolingual
ὀπισθοδάκτυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει τα δάχτυλα λυγισμένα και στραμμένα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + δάκτυλος.
Greek Monotonic
ὀπισθοδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει τα δάχτυλα των χεριών του λυγισμένα προς τα πίσω, σε Στράβ.