κάχρυς: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάχρυς]], -ος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το καρβουντισμένο [[κριθάρι]]<br /><b>2.</b> τα εξωτερικά περιβλήματα καρπών<br /><b>3.</b> (για [[φυτό]]) α) [[κάλυκας]]<br />β) [[βλαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κάχρυς]], όπως και το [[κάχρυ]], συνδέεται πιθ. με [[κέγχρος]]. Η [[υπόθεση]] [[κατά]] την οποία συνδέονται με τη λ. <i>κάγκονος</i> «[[ξηρός]]», [[παρά]] τη σημασιολογική [[συγγένεια]], δεν φαίνεται πιθανή, λόγω της παρουσίας του δασέος συμφώνου].
|mltxt=[[κάχρυς]], -ος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το καρβουντισμένο [[κριθάρι]]<br /><b>2.</b> τα εξωτερικά περιβλήματα καρπών<br /><b>3.</b> (για [[φυτό]]) α) [[κάλυκας]]<br />β) [[βλαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κάχρυς]], όπως και το [[κάχρυ]], συνδέεται πιθ. με [[κέγχρος]]. Η [[υπόθεση]] [[κατά]] την οποία συνδέονται με τη λ. <i>κάγκονος</i> «[[ξηρός]]», [[παρά]] τη σημασιολογική [[συγγένεια]], δεν φαίνεται πιθανή, λόγω της παρουσίας του δασέος συμφώνου].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάχρῠς:''' -ῠος, ἡ, καψαλισμένο, καβουρντισμένο [[κριθάρι]], από το οποίο φτιαχνόταν το [[κριθάρι]] του οποίου οι σπόροι γίνονταν στρογγυλοί με το [[τρίψιμο]] (<i>ἄλφιτα</i>), σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάχρῠς Medium diacritics: κάχρυς Low diacritics: κάχρυς Capitals: ΚΑΧΡΥΣ
Transliteration A: káchrys Transliteration B: kachrys Transliteration C: kachrys Beta Code: ka/xrus

English (LSJ)

ῠος (acc.

   A κάχρυδα Dieuch. ap. Orib.4.7.7, gen. υδος ib.20), ἡ, parched barley, Cratin.274, Hp.Mul.1.97, Ar.Nu.1358, V.1306, Gal.11.404.    2 winter-bud, Thphr.HP3.5.5, 5.1.4: acc.pl., τὰς κάχρυς ib.3.14.1.    II neut. κάχρυ, τό, fruit of λιβανωτίς, ib.9.11.10, Ph.Bel.86.23, Dsc.3.74 (v.l. κάγχρυς); also, the whole plant, Ps.- Dsc.l.c.; κάχρυος ῥίζα Hp.Nat.Mul.32, Philum.Ven.6.1.

German (Pape)

[Seite 1409] υος, ἡ (richtigere Schreibart für κάγχρυς ), geröstete Gerste, Ar. Nubb. 1358; φρύγουσιν ἤδη τὰς κάχρυς τοῖς κύρβεσιν Plut. Sol. 25; Strab. XV, 731; ὥςπερ καχρύων ὀνίδιον εὐωχημένον Ar. Vesp. 1304; Sp. – Die Frucht- oder Blüchenähre des Rosmarin u. ähnlicher Pflanzen, Theophr. – Der Ansatz zu den Blüthenkätzchen am Nußbaum u. anderen Bäumen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κάχρυς: (οὐχὶ κάγχρυς), ῠος, ἡ, ἐξηραμμένη ἢ πεφρυγμένη κριθὴ (πρὸς εὐχερεστέραν ἀλευροποιΐαν, Εὐστάθ.), ἐξ ἧς κατασκευάζετο ἡ χονδροαλεσμένη κριθὴ (ἄλφιτα), Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 139, Ἀριστοφ. Σφ. 1306, Νεφ. 1358. ΙΙ. ἐπὶ διαφόρων σπόρων, ὁ κυψελώδης καρπὸς τῆς λιβανωτίδος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10, Διοσκ. 3. 87· τὰ ἐξωτερικὰ περιβλήματα ἢ τὰ ἄνθη (amenta) καρύων καὶ ἄλλων τοιούτων καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4., 14. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
I. orge grillée, d’ord. au pl. αἱ κάγχρυες;
II. p. anal. 1 graine sèche de certaines plantes (romarin, etc.);
2 bourgeon de certains arbres (pin, etc.).
Étymologie: cf. κέγχρος.

Greek Monolingual

κάχρυς, -ος, ἡ (Α)
1. το καρβουντισμένο κριθάρι
2. τα εξωτερικά περιβλήματα καρπών
3. (για φυτό) α) κάλυκας
β) βλαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κάχρυς, όπως και το κάχρυ, συνδέεται πιθ. με κέγχρος. Η υπόθεση κατά την οποία συνδέονται με τη λ. κάγκονος «ξηρός», παρά τη σημασιολογική συγγένεια, δεν φαίνεται πιθανή, λόγω της παρουσίας του δασέος συμφώνου].

Greek Monotonic

κάχρῠς: -ῠος, ἡ, καψαλισμένο, καβουρντισμένο κριθάρι, από το οποίο φτιαχνόταν το κριθάρι του οποίου οι σπόροι γίνονταν στρογγυλοί με το τρίψιμο (ἄλφιτα), σε Αριστοφ.