κρατύς: Difference between revisions
From LSJ
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρατύς]], ὁ (Α)<br />[[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[κρατερός]] («τῆς δὲ κρατὺς Ἀργεϊφόντης ἠράσατο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρατ</i>- (<b>βλ.</b> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βραχ</i>-<i>ύς</i>, <i>πλατ</i>-<i>ύς</i>)]. | |mltxt=[[κρατύς]], ὁ (Α)<br />[[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[κρατερός]] («τῆς δὲ κρατὺς Ἀργεϊφόντης ἠράσατο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρατ</i>- (<b>βλ.</b> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βραχ</i>-<i>ύς</i>, <i>πλατ</i>-<i>ύς</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρᾰτύς:''' [ῠ], ὁ, όπως το [[κρατερός]], [[δυνατός]], [[κραταιός]], [[ισχυρός]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,
A strong, mighty, in Hom. always epith. of Hermes, κρατὺς Ἀργειφόντης Il.16.181,24.345, Od.5.49. (For a doubtful fem. κράταια, v. κραταιίς.)
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτύς: ῠ, εως, ὁ, ὡς τὸ κρατερός, ἰσχυρός, δυνατός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, κρατὺς Ἀργειφόντης Ἰλ. Π. 181., Ω. 345, Ὀδ. Ε. 49· πρβλ. κράτιστος.
French (Bailly abrégé)
adj. m.
seul. nomin.
fort, puissant.
Étymologie: κράτος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κρατύς, ὁ (Α)
ισχυρός, δυνατός, κρατερός («τῆς δὲ κρατὺς Ἀργεϊφόντης ἠράσατο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρατ- (βλ. κράτος) + επίθημα -ύς (πρβλ. βραχ-ύς, πλατ-ύς)].
Greek Monotonic
κρᾰτύς: [ῠ], ὁ, όπως το κρατερός, δυνατός, κραταιός, ισχυρός, σε Όμηρ.