λυσίζωνος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
mNo edit summary
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυσίζωνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λύνει τη [[ζώνη]]<br /><b>2.</b> (για [[νύφη]]) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την [[παρθενική]] [[ζώνη]] στην Άρτεμι<br /><b>3.</b> (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την [[πανοπλία]], [[άοπλος]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λυσίζωνος</i><br />α) [[επίκληση]] της Αρτέμιδος<br />β) [[επίκληση]] της Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες [[κατά]] τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), <b>πρβλ.</b> [[βαθύζωνος]], [[καλλίζωνος]]].
|mltxt=[[λυσίζωνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λύνει τη [[ζώνη]]<br /><b>2.</b> (για [[νύφη]]) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την [[παρθενική]] [[ζώνη]] στην Άρτεμι<br /><b>3.</b> (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την [[πανοπλία]], [[άοπλος]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λυσίζωνος</i><br />α) [[επίκληση]] της Αρτέμιδος<br />β) [[επίκληση]] της Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες [[κατά]] τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), <b>πρβλ.</b> [[βαθύζωνος]], [[καλλίζωνος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῡσίζωνος:''' [ῐ], -ον ([[ζώνη]]), αυτός που χαλαρώνει, που λύνει την [[ζώνη]], [[άοπλος]], επίθ. της Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες που βρίσκονταν υπό τους πόνους του τοκετού, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐζωνος Medium diacritics: λυσίζωνος Low diacritics: λυσίζωνος Capitals: ΛΥΣΙΖΩΝΟΣ
Transliteration A: lysízōnos Transliteration B: lysizōnos Transliteration C: lysizonos Beta Code: lusi/zwnos

English (LSJ)

ον, of a soldier,

   A unequipped, ungirded, unarmed, Polyaen.8.24.3.    II loosing the zone, i.e. ceasing to be a maid, Hsch., Suid.: hence as epith. of Eileithyia and Artemis, who assisted women in travail, Theoc.17.60, Corn.ND34, Orph.H.2.7, 36.5, etc.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίζωνος: -ον, ἐπὶ στρατιώτου, ὁ καταθεὶς τὴν πανοπλίαν, ἄνευ ζώνης, ἄοπλος, Λατ. discintus, Σεβαστὸς τοὺς ἐπὶ στρατοπέδου διαμαρτόντας ἐκέλευε πρὸ τοῦ στρατηγείου λυσιζώνους ἑστάναι Πολύαιν. 8. 24, 3. ΙΙ. ἡ λύσασα τὴν ζώνην, «γυνή, ἥτις ἐνυμφεύθη» Ἡσύχ., «ἡ ἀνδρὶ πλησιάσασα» Σουΐδ.· - ἐντεῦθεν ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος εἰς ἣν αἱ παρθένοι αἱ μέλλουσαι νὰ ἔλθωσιν εἰς μῖξιν μετ’ ἀνδρὸς ἀνετίθεσαν τὰς παρθενικὰς αὑτῶν ζώνας, καὶ τῆς Εἰλειθυίας, ἥτις ἐβοήθει τὰς ὠδινούσας γυναῖκας, Σουΐδ., Θεόκρ. 17. 60, Ὀρφ. Ὕμν. 1. 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui assiste les femmes en couche (Artémis ou Eileithyia).
Étymologie: λύω, ζώνη.

Greek Monolingual

λυσίζωνος, -ον (Α)
1. αυτός που λύνει τη ζώνη
2. (για νύφη) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την παρθενική ζώνη στην Άρτεμι
3. (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την πανοπλία, άοπλος
4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λυσίζωνος
α) επίκληση της Αρτέμιδος
β) επίκληση της Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες κατά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύζωνος, καλλίζωνος].

Greek Monotonic

λῡσίζωνος: [ῐ], -ον (ζώνη), αυτός που χαλαρώνει, που λύνει την ζώνη, άοπλος, επίθ. της Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες που βρίσκονταν υπό τους πόνους του τοκετού, σε Θεόκρ.