πικρόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πικρόγλωσσος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει πικρή [[γλώσσα]], που τα [[λόγια]] του θίγουν ή προκαλούν [[θλίψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που προέρχεται από πικρή, σκληρή [[γλώσσα]] («πικρογλώσσους ἀράς», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]])].
|mltxt=-η, -ο / [[πικρόγλωσσος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει πικρή [[γλώσσα]], που τα [[λόγια]] του θίγουν ή προκαλούν [[θλίψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που προέρχεται από πικρή, σκληρή [[γλώσσα]] («πικρογλώσσους ἀράς», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πικρόγλωσσος:''' -ον, αυτός που έχει αιχμηρή ή πικρή [[γλώσσα]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρόγλωσσος Medium diacritics: πικρόγλωσσος Low diacritics: πικρόγλωσσος Capitals: ΠΙΚΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: pikróglōssos Transliteration B: pikroglōssos Transliteration C: pikroglossos Beta Code: pikro/glwssos

English (LSJ)

ον,

   A of sharp or bitter tongue, ἀραί A. Th.787 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 614] von, mit bitterer, beleidigender Zunge, Sprache, ἀραί, mit Bitterkeit ausgesprochen, Aesch. Spt. 769.

Greek (Liddell-Scott)

πικρόγλωσσος: -ον, ὁ μετὰ πικρίας προφερόμενος, ἀραὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 787.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au langage amer.
Étymologie: πικρός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

-η, -ο / πικρόγλωσσος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει πικρή γλώσσα, που τα λόγια του θίγουν ή προκαλούν θλίψη
αρχ.
εκείνος που προέρχεται από πικρή, σκληρή γλώσσα («πικρογλώσσους ἀράς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα)].

Greek Monotonic

πικρόγλωσσος: -ον, αυτός που έχει αιχμηρή ή πικρή γλώσσα, σε Αισχύλ.