ἐρημοφίλης: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(14)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρημοφίλης]], ὁ (AM)<br />αυτός που αγαπά την [[ερημιά]], τη [[μοναξιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερημο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[έρημος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φίλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φιλώ]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>παιδο</i>-<i>φίλης</i>].
|mltxt=[[ἐρημοφίλης]], ὁ (AM)<br />αυτός που αγαπά την [[ερημιά]], τη [[μοναξιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερημο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[έρημος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φίλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φιλώ]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>παιδο</i>-<i>φίλης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρημοφίλης:''' [ῐ], -ου, ὁ ([[φιλέω]]), αυτός που αγαπά την [[απομόνωση]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρημοφίλης Medium diacritics: ἐρημοφίλης Low diacritics: ερημοφίλης Capitals: ΕΡΗΜΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: erēmophílēs Transliteration B: erēmophilēs Transliteration C: erimofilis Beta Code: e)rhmofi/lhs

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ,

   A loving solitude, AP9.396(Paul. Sil.), APl.4.256.

German (Pape)

[Seite 1027] ὁ, die Einsamkeit liebend, Paul. Sil. 72 (IX, 396); Ep. ad. 236 (Plan. 256).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημοφίλης: ῐ, ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐρημίαν, Ἀνθ. Π. 9. 396, Πλαν. 256.

Greek Monolingual

ἐρημοφίλης, ὁ (AM)
αυτός που αγαπά την ερημιά, τη μοναξιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + -φίλης (< φιλώ)
πρβλ. παιδο-φίλης].

Greek Monotonic

ἐρημοφίλης: [ῐ], -ου, ὁ (φιλέω), αυτός που αγαπά την απομόνωση, σε Ανθ.