χασκάζω: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />[[βλέπω]] ή [[παρατηρώ]] [[κάτι]] με ανοιχτό [[στόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. του ρ. [[χαίνω]] / [[χάσκω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i>].
|mltxt=ΝΑ<br />[[βλέπω]] ή [[παρατηρώ]] [[κάτι]] με ανοιχτό [[στόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. του ρ. [[χαίνω]] / [[χάσκω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χασκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, θαμιστικό του [[χάσκω]], [[εξακολουθώ]] να [[μένω]] με ανοιχτό το [[στόμα]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χασκάζω Medium diacritics: χασκάζω Low diacritics: χασκάζω Capitals: ΧΑΣΚΑΖΩ
Transliteration A: chaskázō Transliteration B: chaskazō Transliteration C: chaskazo Beta Code: xaska/zw

English (LSJ)

Frequentat. of χάσκω, χ. τὸν κωλακρέτην

   A keep gaping at or after him, Ar.V.695 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1340] frequentativum von χάσκω, χαίνω, mit offenem Maule wonach gaffen, angaffen, τί, Ar. Vesp. 695, σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, Schol. erkl. ἐπιτηρεῖς.

Greek (Liddell-Scott)

χασκάζω: μέλλ. άσω, θαμιστικὸν τοῦ χάσκω. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, ἐπιτηρεῖς πότε νὰ ἔλθῃ ὁ κωλακρέτης (ὁ ταμίας τοῦ δικαστικοῦ μισθοῦ) καὶ ἐνέγκῃ σοι τὸ τριώβολον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 695.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
regarder bouche béante, càd avec admiration ou envie, acc..
Étymologie: fréq. de χάσκω.

Greek Monolingual

ΝΑ
βλέπω ή παρατηρώ κάτι με ανοιχτό στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. του ρ. χαίνω / χάσκω, κατά τα ρ. σε -άζω].

Greek Monotonic

χασκάζω: μέλ. -άσω, θαμιστικό του χάσκω, εξακολουθώ να μένω με ανοιχτό το στόμα, σε Αριστοφ.