μαρμαρογλυφία: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(24) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[μαρμαρογλυφία]])<br />η [[τέχνη]] της κατεργασίας μαρμάρων, της κατασκευής μαρμάρινων ομοιωμάτων ή διακοσμητικών σχεδίων [[πάνω]] σε [[μάρμαρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάρμαρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλυφία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>γλυφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]])]. | |mltxt=η (Α [[μαρμαρογλυφία]])<br />η [[τέχνη]] της κατεργασίας μαρμάρων, της κατασκευής μαρμάρινων ομοιωμάτων ή διακοσμητικών σχεδίων [[πάνω]] σε [[μάρμαρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάρμαρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλυφία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>γλυφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μαρμᾰρογλῠφία:''' ἡ, [[σκάλισμα]] ή [[γλυπτική]] σε [[μάρμαρο]], σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A sculpture in marble, Str.10.5.7.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμᾱρογλῡφία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ γλύφειν ὁμοιώματα ἢ κοσμήματα ἐπὶ μαρμάρου, Στράβων 487.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de sculpter un bloc de marbre.
Étymologie: μάρμαρος, γλύφω.
Greek Monolingual
η (Α μαρμαρογλυφία)
η τέχνη της κατεργασίας μαρμάρων, της κατασκευής μαρμάρινων ομοιωμάτων ή διακοσμητικών σχεδίων πάνω σε μάρμαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -γλυφία (< -γλυφος < γλύφω)].