πολύοψος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[πολλά]] βραστά φαγητά («πολύοψόν τι καὶ ποικίλον δεῑπνον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[λίμνη]]) αυτή που έχει [[πολλά]] ψάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οψος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄψον]] «[[ψάρι]], πολυτελές [[έδεσμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>οψος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[πολλά]] βραστά φαγητά («πολύοψόν τι καὶ ποικίλον δεῑπνον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[λίμνη]]) αυτή που έχει [[πολλά]] ψάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οψος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄψον]] «[[ψάρι]], πολυτελές [[έδεσμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>οψος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύοψος:''' -ον, <b class="num">1.</b> [[άφθονος]] σε ψάρια, σε Στράβ.<br /><b class="num">2.</b> [[πολυτελής]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύοψος Medium diacritics: πολύοψος Low diacritics: πολύοψος Capitals: ΠΟΛΥΟΨΟΣ
Transliteration A: polýopsos Transliteration B: polyopsos Transliteration C: polyopsos Beta Code: polu/oyos

English (LSJ)

ον,

   A abounding in fish, λίμνη Str.12.3.38.    2 luxurious, δεῖπνον Luc.Gall. 11.

German (Pape)

[Seite 668] reich an Zubrot, lecker, δεῖπνον, Luc. Gall. 11 u. a. Sp. – Auch = viel ὄψα essend.

Greek (Liddell-Scott)

πολύοψος: -ον, ὁ ἔχων ἀφθονίαν ὀψαρίων, λίμνη Στράβ. 560. 2) ἔχων ἀφθονίαν ἐδεσμάτων, πολυτελής, δεῖπνον Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui abonde en mets délicats.
Étymologie: πολύς, ὄψον.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που περιέχει πολλά βραστά φαγητά («πολύοψόν τι καὶ ποικίλον δεῑπνον», Λουκιαν.)
2. (για λίμνη) αυτή που έχει πολλά ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -οψος (< ὄψον «ψάρι, πολυτελές έδεσμα»), πρβλ. εύ-οψος].

Greek Monotonic

πολύοψος: -ον, 1. άφθονος σε ψάρια, σε Στράβ.
2. πολυτελής, σε Λουκ.