χλίδημα: Difference between revisions

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α<br />[[χλιδή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χλι</i>- του ρ. [[χλιαίνω]] με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>η</i>-<i>μα</i>].
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α<br />[[χλιδή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χλι</i>- του ρ. [[χλιαίνω]] με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>η</i>-<i>μα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χλίδημα:''' τό, = [[χλιδή]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλῐδημα Medium diacritics: χλίδημα Low diacritics: χλίδημα Capitals: ΧΛΙΔΗΜΑ
Transliteration A: chlídēma Transliteration B: chlidēma Transliteration C: chlidima Beta Code: xli/dhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = χλιδή, E.IA74.

German (Pape)

[Seite 1359] τό, = χλιδή, Eur. I. A. 74.

Greek (Liddell-Scott)

χλίδημα: τό, = χλιδή, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. (Νόθ.) 74.

French (Bailly abrégé)

ήματος (τό) :
parure, luxe.
Étymologie: χλιδάω.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α
χλιδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χλι- του ρ. χλιαίνω με οδοντική παρέκταση -δ- + κατάλ. -η-μα].

Greek Monotonic

χλίδημα: τό, = χλιδή, σε Ευρ.