ἄτλητος: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄτλητος]] και (<b>δωρ. τ.</b>) ἄτλατος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[αφόρητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έπρεπε να τολμηθεί, ο [[παράτολμος]]<br /><b>3.</b> ο [[ανίκανος]] να υπομείνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <b>(θ.)</b> <i>τλᾱ</i>-, <i>τλήναι</i>].
|mltxt=[[ἄτλητος]] και (<b>δωρ. τ.</b>) ἄτλατος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[αφόρητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έπρεπε να τολμηθεί, ο [[παράτολμος]]<br /><b>3.</b> ο [[ανίκανος]] να υπομείνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <b>(θ.)</b> <i>τλᾱ</i>-, <i>τλήναι</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄτλητος:''' Δωρ. ἄ-τλᾱτος, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφόρητος]], [[ανυπόφορος]], σε Ομήρ. Ιλ., σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν αποτολμάται, <i>ἄτλησα τλᾶσα</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[ανίκανος]] να υπομείνει ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτλητος Medium diacritics: ἄτλητος Low diacritics: άτλητος Capitals: ΑΤΛΗΤΟΣ
Transliteration A: átlētos Transliteration B: atlētos Transliteration C: atlitos Beta Code: a)/tlhtos

English (LSJ)

Dor. ἄτλᾱτος, ον,

   A not to be borne, insufferable, πένθος, ἄχος, Il.9.3, 19.367, cf. Orac. ap. Hdt.5.56, Pi.O.6.38; ἀγγελία S.Aj. 223 (lyr.).    2 not to be dared, ἄτλητα τλᾶσα A.Ag.408 (lyr.).    II Act., incapable of bearing, impatient of, c. gen., μόθων ἄ. AP9.321 (Antim. ?). Adv. -τως, φέρειν Ael.NA16.28.

German (Pape)

[Seite 387] unerträglich, πένθος Il. 9, 3; ἄχος 19, 367; πάθη Pind. Ol. 6, 38; βέλος N. 1, 48; ἄτλητα παθών poët. bei Her. 5, 56; θήρ Agath. 27 (VI, 74); nicht zu wagen, ἄτλητα τλᾶσα Aesch. Ag. 396.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 intolérable;
2 qu’il ne faut pas oser.
Étymologie: ἀ, τλῆναι.

English (Autenrieth)

(τλῆναι): unendurable, Il. 9.3 and Il. 19.367.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): dór. ἀτλατ- Pi.O.6.38, N.1.48, S.Ai.224

• Prosodia: [fem. -α Pi.Fr.42.5 (cj.)]
I 1de abstr. intolerable, insoportable en sent. psíquico ἄχος Il.9.3, 19.367, Hes.Fr.33a, δέος Pi.N.1.48, cf. O.6.38, κῆδος A.R.2.858, πάθος Hld.2.4.1, πένθος IG 12(7).53.12 (Amorgos III d.C.)
ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτάν noticia intolerable e ineluctable S.Ai.224
c. dat. γένος δ' ἄτλητον ἀνθρώποισι S.OT 792
en sent. fís. inaguantable, insoportable ψώα hedor inaguantable A.R.Fr.5.5
subst. neutr. plu. cosas intolerables, insoportables ἄτλητα πεπονθώς Thgn.1029, cf. Orác. en Hdt.5.56, Theoc.25.203, cf. Pi.Fr.l.c.
2 sólo subst. τὰ ἄτλητα cosas que no deben osarse ἄτλητα τλᾶσα A.A.408.
II de pers. que no soporta, impaciente c. gen. μόθων AP 9.321 (Antim.).
III adv. -ως intolerablemente φέρειν Ael.NA 16.28.

Greek Monolingual

ἄτλητος και (δωρ. τ.) ἄτλατος, -ον (Α)
1. ο αφόρητος
2. αυτός που δεν έπρεπε να τολμηθεί, ο παράτολμος
3. ο ανίκανος να υπομείνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θ.) τλᾱ-, τλήναι].

Greek Monotonic

ἄτλητος: Δωρ. ἄ-τλᾱτος, -ον,
I. 1. αφόρητος, ανυπόφορος, σε Ομήρ. Ιλ., σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Σοφ.
2. αυτός που δεν αποτολμάται, ἄτλησα τλᾶσα, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ., ανίκανος να υπομείνει ένα πράγμα, με γεν., σε Ανθ.