κοτήεις: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοτήεις]] και [[κοτόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[γεμάτος]] [[οργή]] και [[έχθρα]], οργισμένος, [[φθονερός]], [[εκδικητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κότος]] «[[οργή]], [[έχθρα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήεις</i> / -<i>όεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δενδρ</i>-<i>ήεις</i> / <i>κυκλ</i>-<i>όεις</i>)]. | |mltxt=[[κοτήεις]] και [[κοτόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[γεμάτος]] [[οργή]] και [[έχθρα]], οργισμένος, [[φθονερός]], [[εκδικητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κότος]] «[[οργή]], [[έχθρα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήεις</i> / -<i>όεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δενδρ</i>-<i>ήεις</i> / <i>κυκλ</i>-<i>όεις</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κοτήεις:''' -εσσα, -εν, οργισμένος, [[φθονερός]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν,
A wrathful, jealous, θεός Il.5.191, cf. A.D.Adv.189.12.
Greek (Liddell-Scott)
κοτήεις: εσσα, εν, ὀργίλως διακείμενος, «θυμωμένος», θεὸς Ἰλ. Ε. 191. Μόνον Ἐπικ. ― Καθ’ Ἡσύχ. «κοτήεις στέφανος ἐξ ἐλαίας, ἢ ὀργίλως διακείμενος».
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
irrité ; vindicatif.
Étymologie: κότος.
English (Autenrieth)
wrathful, Il. 5.191†.
Greek Monolingual
κοτήεις και κοτόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος οργή και έχθρα, οργισμένος, φθονερός, εκδικητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα -ήεις / -όεις (πρβλ. δενδρ-ήεις / κυκλ-όεις)].
Greek Monotonic
κοτήεις: -εσσα, -εν, οργισμένος, φθονερός, σε Ομήρ. Ιλ.