ἐγκατάληψις: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκατάληψις]], η (Α)<br />[[σύλληψη]] αιχμαλώτων, [[αιχμαλώτιση]].
|mltxt=[[ἐγκατάληψις]], η (Α)<br />[[σύλληψη]] αιχμαλώτων, [[αιχμαλώτιση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκατάληψις:''' -εως, ἡ, [[αιχμαλώτιση]] σ' ένα [[μέρος]], [[αιχμαλωσία]], [[σύλληψη]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 20:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατάληψις Medium diacritics: ἐγκατάληψις Low diacritics: εγκατάληψις Capitals: ΕΓΚΑΤΑΛΗΨΙΣ
Transliteration A: enkatálēpsis Transliteration B: enkatalēpsis Transliteration C: egkatalipsis Beta Code: e)gkata/lhyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A catching or being caught in a place, being hemmed in, Th.5.72; suppression of urine, Hp.Epid.6.2.7 (codd.sedleg. ἐγκατάλειψις).    2 concept ( = κατάληψις), Gal.14.685, cf. 19.350.

German (Pape)

[Seite 705] ἡ, das (in einem Orte) Gefangennehmen; Thuc. 5, 72; bei Luc. Parasit. 4 l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατάληψις: -εως, τὸ καταλαμβάνειν ἢ καταλαμβάνεσθαι ἔν τινι τόπῳ, αἰχμαλώτισις, Θουκ. 5. 72· ἡ ἐπίσχεσις τῶν οὔρων, Ἱππ. 1169Ε (ἔνθα ὅμωςἔννοια ἀπαιτεῖ τὴν λέξιν ἐγκατάλειψις).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de cerner, d’enfermer.
Étymologie: ἐγκαταλαμβάνω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Alolema(s): -λημψ- Gloss.3.600
1 captura, apresamiento de pers. Th.5.72
fig. captación, aprehensión τέχνη ἐστὶ σύστημα ἐγκαταλήψεων Gal.14.685, 19.350.
2 medic. retención, obstrucción de la orina, Hp.Epid.6.2.7, sinón. de ἐμπύημα y μεσόπλευρον Gloss.l.c.

Greek Monolingual

ἐγκατάληψις, η (Α)
σύλληψη αιχμαλώτων, αιχμαλώτιση.

Greek Monotonic

ἐγκατάληψις: -εως, ἡ, αιχμαλώτιση σ' ένα μέρος, αιχμαλωσία, σύλληψη, σε Θουκ.