ὁμόκληρος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμόκληρος]] και δωρ. τ. [[ὁμόκλαρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο [[μερίδιο]] σε [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> αυτός που κληρονομεί [[κάτι]] σε ίση [[μοίρα]] [[μαζί]] με άλλους, [[συγκληρονόμος]] («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλῆρος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κληρος</i>)].
|mltxt=[[ὁμόκληρος]] και δωρ. τ. [[ὁμόκλαρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο [[μερίδιο]] σε [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> αυτός που κληρονομεί [[κάτι]] σε ίση [[μοίρα]] [[μαζί]] με άλλους, [[συγκληρονόμος]] («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλῆρος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κληρος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόκληρος:''' Δωρ. -κλᾱρος, ὁ, αυτός που έχει ίσο [[μερίδιο]] μιας κληρονομιάς, [[συγκληρονόμος]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόκληρος Medium diacritics: ὁμόκληρος Low diacritics: ομόκληρος Capitals: ΟΜΟΚΛΗΡΟΣ
Transliteration A: homóklēros Transliteration B: homoklēros Transliteration C: omokliros Beta Code: o(mo/klhros

English (LSJ)

Dor. ὁμό-κλᾱρος, ον,

   A having an equal share; esp. of an inheritance, coheir, Pi.O.2.49, N.9.5.

German (Pape)

[Seite 337] von gleichem Loose, gleichem Antheil, bes. an einer Erbschaft, Mitbesitzer, ἀδελφεός, Pind. Ol. 2, 54, vgl. N. 9, 5, wo Latona, Artemis u. Apollo so genannt werden.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκληρος: Δωρ. -κλᾱρος, ον· ὁ ἔχων ἴσον μερίδιον· κυρίως ἐπὶ κληρονομίας, συγκληρονόμος, Λατ. consors, Πινδ. Ο. 2. 89, Ν. 9. 11.

Greek Monolingual

ὁμόκληρος και δωρ. τ. ὁμόκλαρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο μερίδιο σε περιουσία
2. αυτός που κληρονομεί κάτι σε ίση μοίρα μαζί με άλλους, συγκληρονόμος («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κλῆρος (πρβλ. πολύ-κληρος)].

Greek Monotonic

ὁμόκληρος: Δωρ. -κλᾱρος, ὁ, αυτός που έχει ίσο μερίδιο μιας κληρονομιάς, συγκληρονόμος, σε Πίνδ.