πολυμιγής: Difference between revisions
Ἡ φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genus → Natur ist überlegen jedem Unterricht
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και επικ. τ. [[πουλυμιγής]] και πολυμμιγής, -ές Α<br /><b>1.</b> πολύ [[ανάμικτος]], πολύ<br />ανακατεμένος<br /><b>2.</b> αποτελούμενος από [[πολλά]] συστατικά<br /><b>3.</b> συγκεχυμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μιγής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μ</i>[[ε]]<i>ίγνυμι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-[[μιγής]], <i>συμ</i>-[[μιγής]]. | |mltxt=και επικ. τ. [[πουλυμιγής]] και πολυμμιγής, -ές Α<br /><b>1.</b> πολύ [[ανάμικτος]], πολύ<br />ανακατεμένος<br /><b>2.</b> αποτελούμενος από [[πολλά]] συστατικά<br /><b>3.</b> συγκεχυμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μιγής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μ</i>[[ε]]<i>ίγνυμι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-[[μιγής]], <i>συμ</i>-[[μιγής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολῠμῐγής:''' Επικ. πουλυ-, -ές, αυτός που έχει ανακατευθεί [[πολύ]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
metri gr. πουλυμ- Pl. (v. infr.), and πολυμμ- Maiist. (v. infr.), ές,
A much-mixed, Philol.10, Herm. ap. Stob.1.49.3; ξεῐνοι Maiist.53; composed of many ingredients, γονή Arist.GA769a34, cf. Gal.14.284. II confused, βληχὴ τοκάδων Pl.Epigr.24.
German (Pape)
[Seite 666] ές, vielfach od. aus vielerlei Theilen gemischt, Arist. gen. an. 4, 3; in poet. Form, πουλυμιγὴς βληχὴ τοκάδων, Plat. ep. 14 (IX, 823).
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμῐγής: Ἐπικ. πουλ-, ές, ὁ πολὺ μεμιγμένος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 29, Ἀνθ. Π. 9. 823· ― πολῠμῐγία, ἡ μῖξις πολλῶν πραγμάτων, μῖγμα ἐκ πολλῶν στοιχείων, Πλούτ. 2. 661Ε.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
formé de plusieurs substances mélangées.
Étymologie: πολύς, μίγνυμι.
Greek Monolingual
και επικ. τ. πουλυμιγής και πολυμμιγής, -ές Α
1. πολύ ανάμικτος, πολύ
ανακατεμένος
2. αποτελούμενος από πολλά συστατικά
3. συγκεχυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μιγής (< μείγνυμι), πρβλ. α-μιγής, συμ-μιγής.
Greek Monotonic
πολῠμῐγής: Επικ. πουλυ-, -ές, αυτός που έχει ανακατευθεί πολύ, σε Ανθ.