διερέσσω: Difference between revisions

From LSJ

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διερέσσω]] (Α) [[ερέσσω]]<br /><b>1.</b> [[κωπηλατώ]], [[κολυμπώ]] με όλες μου τις δυνάμεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διερέσσω]] χέρας» — [[κουνώ]] τα χέρια μου [[προς]] διάφορες κατευθύνσεις.
|mltxt=[[διερέσσω]] (Α) [[ερέσσω]]<br /><b>1.</b> [[κωπηλατώ]], [[κολυμπώ]] με όλες μου τις δυνάμεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διερέσσω]] χέρας» — [[κουνώ]] τα χέρια μου [[προς]] διάφορες κατευθύνσεις.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διερέσσω:''' μέλ. <i>-ερέσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ήρεσα</i>, ποιητ. <i>-ήρεσσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κωπηλατώ]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, <i>χερσὶ δ</i>., [[κολυμπώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., δ. [[τὰς]] [[χέρας]], τα [[κουνώ]] προς διάφορες κατευθύνσεις, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερέσσω Medium diacritics: διερέσσω Low diacritics: διερέσσω Capitals: ΔΙΕΡΕΣΣΩ
Transliteration A: dieréssō Transliteration B: dieressō Transliteration C: dieresso Beta Code: diere/ssw

English (LSJ)

aor. -ήρεσα, poet.

   A -ήρεσσα Od.14.351:—row about, χερσὶ δ. to swim, 12.444, 14.351.    2 c. acc., δ. χέρας wave them about, E.Tr.1258 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

διερέσσω: μέλλ. -ερέσω, ἀόρ. -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα· - κωπηλατῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμβῶ Ὀδ. Μ. 444. Ξ. 351. 2) μετ᾽ αἰτιατ., δ. τὰς χέρας, κινῶ αὐτὰς κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Εὐρ. Τρῳ. 1258.

French (Bailly abrégé)

1 ramer à travers;
2 tr. agiter comme des rames.
Étymologie: διά, ἐρέσσω.

English (Autenrieth)

only aor. διήρεσα, paddled hard, χερσί, Od. 12.444 and Od. 14.351.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διήρεσα Od.12.444, διήρεσσα Od.14.351]
1 c. dat. servirse, mover como remo ἑζόμενος δ' ἐπὶ τοῖσι διήρεσα χερσὶν ἐμῇσι montado sobre ellos (los restos del naufragio) me serví de mis manos como remo, Od.12.444, cf. 14.351.
2 c. ac. mover como remo, agitar χέρας E.Tr.1258.

Greek Monolingual

διερέσσω (Α) ερέσσω
1. κωπηλατώ, κολυμπώ με όλες μου τις δυνάμεις
2. φρ. «διερέσσω χέρας» — κουνώ τα χέρια μου προς διάφορες κατευθύνσεις.

Greek Monotonic

διερέσσω: μέλ. -ερέσω, αόρ. αʹ -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα·
1. κωπηλατώ προς διαφορετικές κατευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμπώ, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ., δ. τὰς χέρας, τα κουνώ προς διάφορες κατευθύνσεις, σε Ευρ.