ἀντεξόρμησις: Difference between revisions

From LSJ
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντεξόρμησις]], η (Α)<br />[[αντεπίθεση]].
|mltxt=[[ἀντεξόρμησις]], η (Α)<br />[[αντεπίθεση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντεξόρμησις:''' -εως, ἡ ([[ἐξορμάω]]), εχθρική απόπλευση, σε Θουκ.· [[μέθοδος]] επίθεσης, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεξόρμησις Medium diacritics: ἀντεξόρμησις Low diacritics: αντεξόρμησις Capitals: ΑΝΤΕΞΟΡΜΗΣΙΣ
Transliteration A: antexórmēsis Transliteration B: antexormēsis Transliteration C: anteksormisis Beta Code: a)nteco/rmhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A sailing against, v.l. in Th.2.91; countercharge, Plu.Pomp. 69.

German (Pape)

[Seite 246] ἡ, das Ausrücken gegen den anrückenden Feind, Thuc. 2, 91; Plut. Pomp. 69.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεξόρμησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπιπλεῦσαι ἐναντίον τινός, Θουκ. 2. 91: - τρόπος ἐπιθέσεως, Πλουτ. Πομπ. 69.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de s’élancer contre.
Étymologie: ἀντί, ἐξορμάω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
contraataque ἀξύμφορον δρῶντες πρὸς τὴν ἐξ ὀλίγου ἀντεξόρμησιν resultando un gesto inoportuno frente a un contraataque de cerca Th.2.91, cf. Plu.Pomp.69.

Greek Monolingual

ἀντεξόρμησις, η (Α)
αντεπίθεση.

Greek Monotonic

ἀντεξόρμησις: -εως, ἡ (ἐξορμάω), εχθρική απόπλευση, σε Θουκ.· μέθοδος επίθεσης, σε Πλούτ.