ἀνοήμων: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνοήμων]], -ον (Α) [[νόημα]]<br />αυτός που δεν καταλαβαίνει, ο [[δίχως]] [[νόηση]], [[ανόητος]].
|mltxt=[[ἀνοήμων]], -ον (Α) [[νόημα]]<br />αυτός που δεν καταλαβαίνει, ο [[δίχως]] [[νόηση]], [[ανόητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνοήμων:''' -ον ([[νοέω]]), ο [[χωρίς]] [[νόηση]], αυτός που δεν έχει [[αντίληψη]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοήμων Medium diacritics: ἀνοήμων Low diacritics: ανοήμων Capitals: ΑΝΟΗΜΩΝ
Transliteration A: anoḗmōn Transliteration B: anoēmōn Transliteration C: anoimon Beta Code: a)noh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A without understanding, Od.2.270, 17. 273, Democr.197,al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοήμων: -ον, ὁ ἄνευ νοημοσύνης ἢ νοῦ, ἀνόητος, οὐδ’ ὄπιθεν κακὸς ἔσσεαι, οὐδ’ ἀνοήμων Ὀδ. Β. 270, 278, Ρ. 273.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
insensé, irréfléchi.
Étymologie: ἀ, νοήμων.

English (Autenrieth)

unintelligent, unreflecting. (Od.)

Spanish (DGE)

-ον, gen. -ονος
insensato de pers. Od.2.270, 17.273, Democr.B 197, 199.

Greek Monolingual

ἀνοήμων, -ον (Α) νόημα
αυτός που δεν καταλαβαίνει, ο δίχως νόηση, ανόητος.

Greek Monotonic

ἀνοήμων: -ον (νοέω), ο χωρίς νόηση, αυτός που δεν έχει αντίληψη, σε Ομήρ. Οδ.