ἀντωνέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(big3_5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[comprar a cambio]] ἄλλον X.<i>Oec</i>.20.26, ἅβραν Men.<i>Fr</i>.371.1, αὐτούς (τοὺς μονομάχους) D.C.59.14.3<br /><b class="num">•</b>fig. κλέος ἀείμνηστον Iul.<i>Or</i>.1.42b.<br /><b class="num">2</b> [[pujar en contra]] οὐκ ἀντωνεῖτο οὐδείς And.<i>Myst</i>.134, ἀλλήλοις Lys.22.9, ἀντ[ωνεῖταί] τις τετρακισχείλια τάλαντα δούς <i>PIand</i>.100.9 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>ὁ ἀντωνούμενος [[pujador rival]] D.18.239.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[comprar a cambio]] ἄλλον X.<i>Oec</i>.20.26, ἅβραν Men.<i>Fr</i>.371.1, αὐτούς (τοὺς μονομάχους) D.C.59.14.3<br /><b class="num">•</b>fig. κλέος ἀείμνηστον Iul.<i>Or</i>.1.42b.<br /><b class="num">2</b> [[pujar en contra]] οὐκ ἀντωνεῖτο οὐδείς And.<i>Myst</i>.134, ἀλλήλοις Lys.22.9, ἀντ[ωνεῖταί] τις τετρακισχείλια τάλαντα δούς <i>PIand</i>.100.9 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>ὁ ἀντωνούμενος [[pujador rival]] D.18.239.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντωνέομαι:''' παρατ. <i>-εωνούμην</i>, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αγοράζω]] αντί άλλου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προσφέρω]] μεγαλύτερη [[τιμή]], <i>ἀλλήλοις</i>, σε Λυσ.· <i>ὁ ἀντωνούμενος</i>, ο [[αντίπαλος]] [[αγοραστής]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντωνέομαι Medium diacritics: ἀντωνέομαι Low diacritics: αντωνέομαι Capitals: ΑΝΤΩΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: antōnéomai Transliteration B: antōneomai Transliteration C: antoneomai Beta Code: a)ntwne/omai

English (LSJ)

   A buy instead, X.Oec.20.26, Men.438.3: metaph., κλέος ἀείμνηστον ἀ. Jul.Or.1.42b.    2 bid against, ἐπεὶ οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο And.1.134; ἀ. ἀλλήλοις Lys.22.9; ὁ ἀντωνούμενος rival bidder, D. 18.239.

German (Pape)

[Seite 265] (s. ὠνέομαι), 1) dafür, anstatt dessen kaufen, Xen. Oec. 20, 26. – 2) mit-, gegenbieten, Andoc. 1, 134; den Kauf streitig machen, Dem. 18, 239; ἀλλήλοις, einander überbieten, Lys. 22, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντωνέομαι: ἀποθ., ἀγοράζω ἀντὶ τοῦ πωληθέντος, καὶ ἀπεδίδοτο νὴ Δί’…, ἀλλὰ ἄλλον τοι εὐθὺς ἀντεωνεῖτο Ξεν. Οἰκ. 20. 26, Μένανδ. ἐν «Συκυωνίῳ» 3 (Σουΐδ. ἐν λ. ἄβρα). 2) προσφέρω ἀνωτέραν τιμὴν ὡς ἀντίπαλος ἀγοραστής, παρουσιάζομαι καὶ αὐτὸς ὡς ἀγοραστὴς τοῦ αὐτοῦ πράγματος, ἐπεὶ οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο Ἀνδοκ. 17. 29· ἀλλὰ μὴ ἀλλήλοις ἀντωνεῖσθε Λυσ. 165. 5· ὁ ἀντωνούμενος, ἀντίπαλος πλειοδότης, Δημ. 307. 6.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
1 acheter à la place d’un autre;
2 enchérir sur (qqn).
Étymologie: ἀντί, ὠνέομαι.

Spanish (DGE)

1 comprar a cambio ἄλλον X.Oec.20.26, ἅβραν Men.Fr.371.1, αὐτούς (τοὺς μονομάχους) D.C.59.14.3
fig. κλέος ἀείμνηστον Iul.Or.1.42b.
2 pujar en contra οὐκ ἀντωνεῖτο οὐδείς And.Myst.134, ἀλλήλοις Lys.22.9, ἀντ[ωνεῖταί] τις τετρακισχείλια τάλαντα δούς PIand.100.9 (IV d.C.)
ὁ ἀντωνούμενος pujador rival D.18.239.

Greek Monotonic

ἀντωνέομαι: παρατ. -εωνούμην, αποθ.,
1. αγοράζω αντί άλλου, σε Ξεν.
2. προσφέρω μεγαλύτερη τιμή, ἀλλήλοις, σε Λυσ.· ὁ ἀντωνούμενος, ο αντίπαλος αγοραστής, σε Δημ.