ἀξιακρόατος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀξιακρόατος]], -ον (Α)<br />ο [[αξιάκουστος]]. | |mltxt=[[ἀξιακρόατος]], -ον (Α)<br />ο [[αξιάκουστος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀξιακρόᾱτος:''' -ον ([[ἀκροάομαι]]), αυτός που αξίζει να τον ακούσει [[κάποιος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A worth listening to, Id.Lac.4.2 (in Sup. -ότατος).
German (Pape)
[Seite 269] dasselbe, im superl., Xen. Lac. 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιακρόᾱτος: -ον, ὁ ἄξιος ἀκροάσεως, Ξεν. Λακ. 4. 2· ἐν τῷ ὑπερθ. -ότατος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne d’être écouté.
Étymologie: ἄξιος, ἀκροάομαι.
Spanish (DGE)
-ον digno de escucharse χορός X.Lac.4.2.
Greek Monolingual
ἀξιακρόατος, -ον (Α)
ο αξιάκουστος.
Greek Monotonic
ἀξιακρόᾱτος: -ον (ἀκροάομαι), αυτός που αξίζει να τον ακούσει κάποιος, σε Ξεν.