ἀξιακρόατος: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀξιακρόατος]], -ον (Α)<br />ο [[αξιάκουστος]].
|mltxt=[[ἀξιακρόατος]], -ον (Α)<br />ο [[αξιάκουστος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀξιακρόᾱτος:''' -ον ([[ἀκροάομαι]]), αυτός που αξίζει να τον ακούσει [[κάποιος]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιακρόᾱτος Medium diacritics: ἀξιακρόατος Low diacritics: αξιακρόατος Capitals: ΑΞΙΑΚΡΟΑΤΟΣ
Transliteration A: axiakróatos Transliteration B: axiakroatos Transliteration C: aksiakroatos Beta Code: a)ciakro/atos

English (LSJ)

ον,

   A worth listening to, Id.Lac.4.2 (in Sup. -ότατος).

German (Pape)

[Seite 269] dasselbe, im superl., Xen. Lac. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιακρόᾱτος: -ον, ὁ ἄξιος ἀκροάσεως, Ξεν. Λακ. 4. 2· ἐν τῷ ὑπερθ. -ότατος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d’être écouté.
Étymologie: ἄξιος, ἀκροάομαι.

Spanish (DGE)

-ον digno de escucharse χορός X.Lac.4.2.

Greek Monolingual

ἀξιακρόατος, -ον (Α)
ο αξιάκουστος.

Greek Monotonic

ἀξιακρόᾱτος: -ον (ἀκροάομαι), αυτός που αξίζει να τον ακούσει κάποιος, σε Ξεν.