ποιναῖος: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αία, -ον, ΜΑ [[ποινή]]<br />αυτός που τιμωρεί ή εκδικείται, ο [[εκδικητικός]]. | |mltxt=-αία, -ον, ΜΑ [[ποινή]]<br />αυτός που τιμωρεί ή εκδικείται, ο [[εκδικητικός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποιναῖος:''' -α, -ον ([[ποινή]]), [[τιμωρητικός]], [[εκδικητικός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, (ποινή)
A punishing, avenging, ἆορ Keil-Premerstein Erster Bericht p.9 (Troketta); σελίς AP5.253.6 (Paul. Sil.); βέλος Aristaenet.1.10; ὄργανα Lyd.Mag.3.16.
German (Pape)
[Seite 651] strafend, rächend; Sp., wie σελίς Paul. Sil. 24 (V, 254), βέλος Aristaen. 1, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ποιναῖος: -α, -ον, (ποινὴ) τιμωρός, τιμωρητικός, θεοὺς ἱκέτευε… μὴ ταῦτα χαράξαι ὅρκια ποιναίης νῶτον ὑπὲρ σελίδος Ἀνθ. Π. 5. 254 μηδὲ Ἄρτεμις ἐπὶ σοὶ ποιναῖον βέλος ἀφῇ καὶ ἀγέλῃ Ἀρισταίν. 1. 10.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui punit, vengeur.
Étymologie: ποινή.
Greek Monolingual
-αία, -ον, ΜΑ ποινή
αυτός που τιμωρεί ή εκδικείται, ο εκδικητικός.
Greek Monotonic
ποιναῖος: -α, -ον (ποινή), τιμωρητικός, εκδικητικός, σε Ανθ.