θεοσεχθρία: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(Bailly1_3)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />haine pour les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[ἐχθρός]].
|btext=ας (ἡ) :<br />haine pour les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[ἐχθρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεοσεχθρία:''' ἡ ([[ἐχθρός]]), [[μίσος]] προς τους θεούς, [[εχθρότητα]], [[ασέβεια]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοσεχθρία Medium diacritics: θεοσεχθρία Low diacritics: θεοσεχθρία Capitals: ΘΕΟΣΕΧΘΡΙΑ
Transliteration A: theosechthría Transliteration B: theosechthria Transliteration C: theosechthria Beta Code: qeosexqri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A v. θεοισεχθρία; cf. θεοεχθρία.

German (Pape)

[Seite 1198] ἡ, Gottesfeindschaft, Götterverachtung; Ar. Vesp. 418, l. d.; Archipp. in Schol. zu dieser Stelle.

Greek (Liddell-Scott)

θεοσεχθρία: ἡ, μῖσος πρὸς τοὺς θεούς, ἀσέβεια, Ἄρχιππ. Πλούτῳ 2 (ἔνθα αἱ δύο πρῶται συλλαβαὶ κατὰ συνίζησ.), Δημ. 611. 15· ἐν Ἀριστοφ. Σφηξ. 418 τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ θεοισεχθρία, Δινδ., Ἀριστοφ. καὶ Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. θεοῖς ἐχθρὸς παρὰ Δημ. 371. 11., 611. 15. - Ἐν Λουκ. Λεξιφ. 11, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 557, θεοεχθρία εἶνε ὁ ὑπάρχων τύπος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
haine pour les dieux.
Étymologie: θεός, ἐχθρός.

Greek Monotonic

θεοσεχθρία: ἡ (ἐχθρός), μίσος προς τους θεούς, εχθρότητα, ασέβεια, σε Δημ.