συνθνῄσκω: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(40)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυνθνῄσκω Α [[θνῄσκω]]<br /><b>1.</b> [[πεθαίνω]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[τελειώνω]], [[σβήνω]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=και αττ. τ. ξυνθνῄσκω Α [[θνῄσκω]]<br /><b>1.</b> [[πεθαίνω]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[τελειώνω]], [[σβήνω]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνθνῄσκω:''' μέλ. <i>-θᾰνοῦμαι</i>, [[πεθαίνω]] επίσης ή μαζί με κάποιον, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· με δοτ., <i>θανόντι συνθανεῖν</i>, σε Σοφ.· λέγεται για πράγματα, συνθνῄσκουσα [[σποδός]], αυτή που εκπνέει μαζί με τις φλόγες της νεκρικής πυράς, σε Αισχύλ.· ἡ γὰρ [[εὐσέβεια]] συνθνῄσκει βροτοῖς, τους συνοδεύει [[ακόμη]] και στον θάνατό τους, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθνῄσκω Medium diacritics: συνθνῄσκω Low diacritics: συνθνήσκω Capitals: ΣΥΝΘΝΗΣΚΩ
Transliteration A: synthnḗiskō Transliteration B: synthnēskō Transliteration C: synthnisko Beta Code: sunqnh/|skw

English (LSJ)

fut.

   A -θᾰνοῦμαι A.Ag.1139, Ch.979:—die with or together, A. ll.cc., S.Tr.720, etc.: c. dat., θανόντι συνθανεῖν ib.798, Fr.953.    2 of things, συνθνῄσκουσα δὲ σποδός expiring with (the flames), A.Ag. 819; οὐ γὰρ ηὑσέβεια (cj. for ἡ γὰρ εὐσέβεια) σ. βροτοῖς S.Ph.1443; ἡ ποίησις οὐχὶ συντέθνηκέ μοι Ar.Ra.868; cf. συναποθνῄσκω.

French (Bailly abrégé)

mourir ensemble ou avec, τινι ; en parl. de choses : cendre enflammée qui s’éteint avec la flamme ; piété qui meurt avec les hommes, càd les accompagne jusque dans la mort, etc.
Étymologie: σύν, θνῄσκω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνθνῄσκω Α θνῄσκω
1. πεθαίνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. μτφ. (για πράγμ.) τελειώνω, σβήνω μαζί με κάτι άλλο.

Greek Monotonic

συνθνῄσκω: μέλ. -θᾰνοῦμαι, πεθαίνω επίσης ή μαζί με κάποιον, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· με δοτ., θανόντι συνθανεῖν, σε Σοφ.· λέγεται για πράγματα, συνθνῄσκουσα σποδός, αυτή που εκπνέει μαζί με τις φλόγες της νεκρικής πυράς, σε Αισχύλ.· ἡ γὰρ εὐσέβεια συνθνῄσκει βροτοῖς, τους συνοδεύει ακόμη και στον θάνατό τους, σε Σοφ.