συναποθνῄσκω
English (LSJ)
die together with, τινι Hdt. 3.16, 5.47; αἱ δυνάμεις σ. τοῖς σώμασι Isoc. Epic 8.5; abs., opp. συζῆν, 2 Epic Cor. 7.3, Ath. 6.249b; συναποθνῄσκοντες, title of comedy by Diphilus, Ter. Adelph. Prol. 6; ὧν τὰ συγγράμματα τοῖς μὲν ἤδη συναπέθανε, τοῖς δὲ συντεθνήξεται Gal. 15.68; τοῦ ἀποθανόντος οὐ σ. ἡ ψυχή Pl. Phd. 88d; σ. νοσήματα, i.e. cling to one until death, Hp. Aph. 2.39, cf. Arist. GA 775b34.
French (Bailly abrégé)
mourir avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀποθνῄσκω.
English (Thayer)
2nd aorist συναπεθανον; to die together; with the dative of the person to die with one (Herodotus down): ὑμᾶς ἐμοί, that ye may die together with me, i. e. that my love to you may not leave me even were I appointed to die, τῷ Χριστο (cf. Winer's Grammar, 143 (136)), to meet death as Christ did for the cause of God, 2 Timothy 2:11.
Greek Monotonic
συναποθνῄσκω: μέλ. -θᾰνοῦμαι, πεθαίνω μαζί με κάποιον, με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., πεθαίνω με κάποιον, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
συναποθνῄσκω: вместе или одновременно умирать (τινί Her., Isocr., NT): συγκαταγηράσκειν καὶ σ. Arst. вместе стариться и вместе умирать.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αποθνῄσκω samen (met...) sterven, meesterven: abs..; τοῦ ἀποθανόντος οὐ συναποθνῄσκει ἡ ψυχή de ziel van een dode sterft niet met hem mee Plat. Phaed. 88d; met dat. met iets of iem.; geneesk. tot de dood blijven, levenslang zijn (van ziekten). Hp. Aph. 2.39.
Chinese
原文音譯:sunapoqn»skw 尋-阿坡-特尼士可
詞類次數:動詞(3)
原文字根:共同-從-死
字義溯源:同死;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀποθνῄσκω)=死去)組成,其中 (ἀποθνῄσκω)又由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從)及(θνῄσκω)*=死)組成
出現次數:總共(3);可(1);林後(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 同死(2) 可14:31; 林後7:3;
2) 我們⋯同死(1) 提後2:11