δωδεκαταῖος: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=δωδεκαταῑος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται τη δωδέκατη [[μέρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[δώδεκα]] ημερών. | |mltxt=δωδεκαταῑος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται τη δωδέκατη [[μέρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[δώδεκα]] ημερών. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δωδεκᾰταῖος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> που γίνεται τη δωδέκατη [[μέρα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που είναι [[δώδεκα]] ημερών (ηλικιακά), σε Ησίοδ. (στον Επικ. τύπο <i>δυωδ-</i>). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A on the twelfth day, in twelve days, δ. ἀνεβίω Pl. R.614b, cf. Thphr.HP7.1.3; δυωδεκαταῖος ἀφ' ὧτέ νιν οὐδὲ ποτεῖδον Theoc.2.157. II twelve days old, Hes.Op.751 (in poet. form δυωδ-), Arist.HA567a5.
German (Pape)
[Seite 694] α, ον, u. ep. δυωδ., Hes. O. 749, am zwölften Tage; ἀνεβίω Plat. Rep. X, 614 b; auch Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκᾰταῖος: -α, -ον, κατὰ τὴν δωδεκάτην ἡμέραν, δ. ἀνεβίω Πλάτ. Πολ. 614Β. ΙΙ. δώδεκα ἡμερῶν ἡλικίαν ἔχων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 749 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ δυωδ-), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 12, 9.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui vient ou se fait le 12ᵉ jour.
Étymologie: δωδεκάτη.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): δυω- Hes.Op.751
1 de doce días de edad παῖς Hes.l.c., περὶ δωδεκαταῖα ὄντα τὰ τέκνα Arist.HA 567a5.
2 en el duodécimo día, a los doce días ἐπειδὰν δὲ δ. ᾖ κεκαυμένος Hp.Morb.3.16, cf. Coac.381, Loc.Hom.14, Epid.4.11, δ. ἀνεβίω resucitó a los doce días Pl.R.614b, δ. ἀφ' ὧτέ νιν ... ποτεῖδον doce días han pasado desde que lo he visto Theoc.2.157, cf. 2.4, Plb.20.11.2, γήθυον δὲ (διαφύεται) δεκαταῖον ἢ δωδεκαταῖον Thphr.HP 7.1.3.
Greek Monolingual
δωδεκαταῑος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται τη δωδέκατη μέρα
2. αυτός που έχει ηλικία δώδεκα ημερών.
Greek Monotonic
δωδεκᾰταῖος: -α, -ον,
I. που γίνεται τη δωδέκατη μέρα, σε Πλάτ.
II. αυτός που είναι δώδεκα ημερών (ηλικιακά), σε Ησίοδ. (στον Επικ. τύπο δυωδ-).