κυρίως: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κυρίως]])<br /><b>βλ.</b> [[κύριος]].
|mltxt=(AM [[κυρίως]])<br /><b>βλ.</b> [[κύριος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῡρίως:''' επίρρ. του [[κύριος]],<br /><b class="num">I.</b> όπως [[ένας]] άρχονας ή [[αφέντης]], επιβλητικά, έγκυρα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> κανονικά, πρωταρχικά, εύλογα, [[νόμιμα]], <i>κ. ἔχειν</i>, είμαι ορισμένος, [[ισχύω]], στον ίδ.· <i>κ. αἰτεῖσθαι</i>, sue [[jure]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για λέξεις, με την αρχική τους [[σημασία]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡρίως Medium diacritics: κυρίως Low diacritics: κυρίως Capitals: ΚΥΡΙΩΣ
Transliteration A: kyríōs Transliteration B: kyriōs Transliteration C: kyrios Beta Code: kuri/ws

English (LSJ)

Adv. of κύριος,

   A like a lord or master, with full authority, τὰς πόλεις κ. παρείληφεν Isoc.4.137; κ. ζημιοῦν Arist.Ath.3.6, SIG1004.11 (Oropus, iv B.C.).    II surely, by fixed decree, A.Ch.785 (lyr.).    2 regularly, lawfully, κ. ἔχειν to be fixed, hold good, Id.Ag.178 (lyr.), Is.7.26; κ. γίγνεσθαι Pl.Lg.925c; κ. αἰτεῖσθαι, suo jure, S.Ph.63; δόντος τοῦ πατρός D.36.32.    III precisely, exactly, διόψεσθαι τὸ ἀληθές Pl.Prm.136c.    IV properly, πρώτως καὶ κ. Arist.EN1157a31; τὸ κ. [ἓν καὶ εἶναι] Id.de An.412b9; esp. of words, in the proper sense, opp. μεταφορᾷ or κατὰ μεταφοράν, κ. κατά τινος κατηγορεῖσθαι Id.Top.123a35, cf. 139b36; κ. λέγεσθαι Id.Metaph.1015a14, cf. Str. 3.5.5, Phld.Po.5.19, etc.; ἡ λέξις αὕτη τοῦτο σημαίνει κ. Plb.2.22.1; properly speaking, D.T.632.23: Comp. -ώτερον, λέγεσθαι Arist.EN 1098a6: Sup. -ώτατα, λέγεσθαι Id.Cat.14a27.    V in a special (i.e. exceptional) sense, Olymp.in Mete.306.29.

Greek (Liddell-Scott)

κῡρίως: Ἐπίρρ. τοῦ κύριος, ὡς κύριοςδεσπότης, μετ’ ἐξουσίας, Αἰσχύλ. Χο. 685, Ἰσοκρ. 68Ε. ΙΙ. κανονικῶς, ὁμαλῶς, νομίμως, προσηκόντως, διὰ νόμου, κ. ἔχω, εἶμαι ὡρισμένος, ἰσχύω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 178, Ἰσαῖ. 66. 9· οὕτω, κ. γενέσθαι Πλάτ. Νόμ. 925C· κ. καὶ πρώτως Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 4, 4· τὸ κ. ἓν ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 1, 7, κτλ.· ― ὡσαύτως, κ. αἰτεῖσθαι, δικαιωματικῶς, Σοφ. Φιλ. 63· δοῦναι Δημ. 954. 20. ΙΙΙ. ἀκριβῶς, «σωστά», Πλάτ. Παρμ. 136C, κτλ. IV. ἐπὶ λέξεων, κατὰ τὴν σημασίαν αὐτῶν, τὴν συνήθη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεταφορᾷ ἢ κατὰ μεταφοράν, Ἀριστ. Τοπ. 4. 3, 4., 6. 2, 3, Μεταφ. 4. 4, 8, κ. ἀλλ.· συγκρ. κυριώτερον λέγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 7, 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en maître, avec autorité;
2 avec force de loi, de plein droit, légitimement, régulièrement;
3 dans le sens propre, proprement.
Étymologie: κύριος.

Greek Monolingual

(AM κυρίως)
βλ. κύριος.

Greek Monotonic

κῡρίως: επίρρ. του κύριος,
I. όπως ένας άρχονας ή αφέντης, επιβλητικά, έγκυρα, σε Αισχύλ.
II. κανονικά, πρωταρχικά, εύλογα, νόμιμα, κ. ἔχειν, είμαι ορισμένος, ισχύω, στον ίδ.· κ. αἰτεῖσθαι, sue jure, σε Σοφ. κ.λπ.
III. λέγεται για λέξεις, με την αρχική τους σημασία, σε Αριστ.