ποικιλομήχανος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ο [[πανούργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μήχανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>μήχανος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ο [[πανούργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μήχανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>μήχανος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποικῐλομήχᾰνος:''' -ον, [[γεμάτος]] με διάφορα τεχνάσματα, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλομήχᾰνος Medium diacritics: ποικιλομήχανος Low diacritics: ποικιλομήχανος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: poikilomḗchanos Transliteration B: poikilomēchanos Transliteration C: poikilomichanos Beta Code: poikilomh/xanos

English (LSJ)

ον,

   A full of various devices, Ἔρως Epigr. ap. Clidem.24.

German (Pape)

[Seite 650] voll mannichfaltiger Schliche, Künste, verschlagen, listig, Ἔρως, Ep. ad. 213 (App. 302).

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλομήχᾰνος: -ον, ὁ ποικίλα μηχανώμενος, πολύτροπος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 302.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux machinations variées, fertile en ruses.
Étymologie: ποικίλος, μηχανή.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ο πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυ-μήχανος].

Greek Monotonic

ποικῐλομήχᾰνος: -ον, γεμάτος με διάφορα τεχνάσματα, σε Ανθ.