κυδάνω: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυδάνω]] (Α)<br />[[κυδαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κυδαίνω]], σχηματισμένος [[υστερογενώς]] από τον αόρ. <i>ἐ</i>-<i>κύδαν</i>-<i>α</i>].
|mltxt=[[κυδάνω]] (Α)<br />[[κυδαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κυδαίνω]], σχηματισμένος [[υστερογενώς]] από τον αόρ. <i>ἐ</i>-<i>κύδαν</i>-<i>α</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῡδάνω:''' [ᾰ] = [[κυδαίνω]], μόνο στον ενεστ. και παρατ.<br /><b class="num">I.</b> έχω σε [[υπόληψη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καυχιέμαι]], [[περηφανεύομαι]], στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡδάνω Medium diacritics: κυδάνω Low diacritics: κυδάνω Capitals: ΚΥΔΑΝΩ
Transliteration A: kydánō Transliteration B: kydanō Transliteration C: kydano Beta Code: kuda/nw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A = κυδαίνω, only pres. and impf., exalt, τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Il.14.73.    II to be triumphant, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον 20.42.

German (Pape)

[Seite 1524] = κυδαίνω; τοὺς μὲν ὁμοῦ μακάρεσσι θεοῖσιν κυδάνει Il. 14, 73, auch intrans., Ruhm haben, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, οὕνεκα 20, 42.

Greek (Liddell-Scott)

κῡδάνω: ᾰ, = κυδαίνω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἔχω ἐν τιμῇ, τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Ἰλ. Ξ. 75. ΙΙ. = κυδιάω, καυχῶμαι, ὑπερηφανεύομαι, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, οὕνεκα... Υ. 42.

French (Bailly abrégé)

impf. poét. κύδανον;
1 tr. célébrer, vanter, glorifier;
2 intr. se vanter.
Étymologie: cf. κυδαίνω.

Greek Monolingual

κυδάνω (Α)
κυδαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κυδαίνω, σχηματισμένος υστερογενώς από τον αόρ. -κύδαν-α].

Greek Monotonic

κῡδάνω: [ᾰ] = κυδαίνω, μόνο στον ενεστ. και παρατ.
I. έχω σε υπόληψη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. καυχιέμαι, περηφανεύομαι, στο ίδ.