θωρακοφόρος: Difference between revisions
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
(17) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[θωρακοφόρος]] και ιων. τ. [[θωρηκοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει θώρακα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[θωρακοφόρος]]<br />[[στρατιώτης]] που ανήκε σε [[σώμα]] [[βαρέως]] οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[θωρακοφόρος]] και [[θωρηκοφόρος]]<br />[[στρατιώτης]] οπλισμένος με θώρακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θώραξ]], -<i>κος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κανη</i>-[[φόρος]] κερδο</i>-[[φόρος]]. | |mltxt=-ο (Α [[θωρακοφόρος]] και ιων. τ. [[θωρηκοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει θώρακα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[θωρακοφόρος]]<br />[[στρατιώτης]] που ανήκε σε [[σώμα]] [[βαρέως]] οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[θωρακοφόρος]] και [[θωρηκοφόρος]]<br />[[στρατιώτης]] οπλισμένος με θώρακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θώραξ]], -<i>κος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κανη</i>-[[φόρος]] κερδο</i>-[[φόρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θωρᾱκοφόρος:''' Ιων. θωρηκ-, -ον ([[φέρω]]), αυτός που φοράει θώρακα, ο [[θωρακοφόρος]] [[ιππέας]], σε Ηρόδ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion.</gram> θωρηκ-, ον,
A wearing a breastplate, cuirassier, Hdt.7.89,92, 8.113, X. Cyr.5.3.36, Jul.Or.2.63c; τὸ θ. D.C.47.43.
German (Pape)
[Seite 1230] einen Brustharnisch, Panzer tragend, Xen. Cyr. 5, 3, 36; in ion. Form θωρηκοφόρος, Her. 7, 89. 8, 113.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte une cuirasse.
Étymologie: θώραξ, φέρω.
Greek Monolingual
-ο (Α θωρακοφόρος και ιων. τ. θωρηκοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει θώρακα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο θωρακοφόρος
στρατιώτης που ανήκε σε σώμα βαρέως οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ θωρακοφόρος και θωρηκοφόρος
στρατιώτης οπλισμένος με θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, -κος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κανη-φόρος κερδο-φόρος.
Greek Monotonic
θωρᾱκοφόρος: Ιων. θωρηκ-, -ον (φέρω), αυτός που φοράει θώρακα, ο θωρακοφόρος ιππέας, σε Ηρόδ., Ξεν.